Παρασκευή 29 Ιουνίου 2007

Η ιστορία του Ξίν Γιάν. (για χειμώνα και καλοκαίρι)


Ο Ξιν- Γιαν, γέννημα θρέμμα ταϊβανέζος, ηγνώριζε
παιδιόθεν ότι το σώμα του, είναι σύμπας ο εαυτός του.
Το μικροκαμωμένο λοιπόν κορμάκι του, ήτο το μέγα
σύμπαντο του, το οποίο παρεμπιπτόντως απαιτούσε
τα πάντα από τον ίδιο.
Τίποτις ιδιαίτερο δηλαδή. Ήταν ένα τυπικό απαιτητικό
ανθρώπινο σώμα, όπως όλα τα σώματα όλων των
ανθρώπων που υπήρξαν, άπαξ. Και δεν απαιτούσε
ευτελή υλικά οφέλη, ούτε ενέδιδε σε αλγεινές εκχωρήσεις
αξιοπρέπειας, με αντάλλαγμα μερικά θλιβερά
επουράνια αργύρια…όχι.
Απλώς απαιτούσε τα πάντα.
Ο συμπαθής Ξιν –Γιαν συντονισθής γαρ με τις απαιτήσεις
του σώματος του, διαβιούσε σχεδόν ευτυχής,
μέσα στο νηφάλιο πάθος, και στην παραφορά της συνεχούς
εγρήγορσης, που το σώμά του υπαγόρευε.
Είναι αληθές βέβαια πως τα κοστούμια του βίου,
ενίοτε αποδεικνύονται άβολα δια τα ελευθεριάζοντα σώματα.
Εάν δε, πρόκειται για «φασόν» δουλειά, απ΄ αυτά δηλαδή,
τα λαικώς καλούμενα και ετοιματζίδικα,
τα οποία δεν ευτύχησαν να τα επιμεληθεί χειρ εμπείρου
ράφτου…άστα να παν... τα σώματα ασφυκτιούν.
Ομοίως λοιπόν, και το κοστούμι του Ξιν,
ολίγον τραβούσε στο καβάλο, ολίγον στένευε στη μέση,
τα μανίκια έχρηζαν κοντέματος, τα μπατζάκια
επιμήκυνσης κτλ. κτλ.
Ένα τυπικό δηλαδή ανθρώπινο κοστούμι βίου.
Τα πράματα όμως επρόκειτο να αλλάξουν.

Εν΄ ήσυχο δειλινό, ο ήρωας μας ενώ επεριφέρετο αμέριμνος
εις τα σοκάκια της Δυτικής Τάι Πέι συνήντησε,
(βάσκανος μοίρα), το «Άκτιστο Θείον Φως».
Δια να είμεθα πιο ακριβείς, το «Άκτιστο Θείον Φως»
τον παραμόνευε στη γωνία. Και ήταν προφανές,
από το ύφος του, ότι είχε θυμώσει μαζί του.
Ο Ξιν –Γιαν, καθότι φιλήσυχος Ταιπίτης (κάτοικος της Τάι-Πέι)
δεν σκέφθηκε στιγμή να παρακάμψει δια να του ξεφύγει.
Και βάδισε προς το μέρος του, πλήρης παρρησίας.
Στάθηκε, το χαιρέτησε. Και τότε, ούτο, τον εράπισε
εις την δεξιάν παριάν.
Κοντούλης και φιλάσθενος ως ήτο, επροσηλυτίσθη πάραυτα.
Κατόπιν, ως φοβισμένο μαθητούδι, εσήκωσε ταπεινά το χέρι
προτάσσοντας τον δείκτην, και ηρώτησε να μάθει
κατά που πέφτει η τουαλέτα, εάν φυσικά δικαιούτο να πάει.
(Αι ταπειναί ανάγκαι του σώματος βλέπετε).
Το Φώς τότε, ευγενώς μεν, αυστηρώς δε τω τρόπω,
του έδειξε τον σωστόν δρόμον.
Ούτος αποχωρώντας πλήρης ευλαβείας ακολούθησε
κατά γράμμα τας οδηγίας και οσονούπω αφίχθη
ενώπιον του αποχωρητηρίου.
Το καλαίσθητον πινακίδιον άνωθεν της θυρός ανέγραφε
ευθαρσώς, και παρακινούσε ποιμαντορικώς τους επισκέπτας:
"Οι δούλοι υπακούετε τοις κυρίοις κατά σάρκα,
μετά φόβου και τρόμου"

(Απόστολος των Εθνών, Προς Εφεσίους 6,5).

Μια ομάς νηπίων αποχωρούσε εκ του αποχωρητηρίου,
γραμμικώς συντεταγμένη εις δυάδας,
και εμφανώς ξαλαφρωμένη και πεφωτισθήσα σφόδρα.
Γεγονός που αρχικώς, έκανε αλγεινή εντύπωση στον Ξιν.
Στη συνέχεια όμως εθαύμασε την τάξην.
Έκτοτε γαρ, ο Ξιν μας, επορεύεται ως ζηλωτής .
Η δε ορθόδοξος παροικία της όμορφης Ταιβανικής πρωτευούσης,
θαυμάζει την πίστην του.
Πολλοί δε, καιρό τώρα, ελλογίζουν αυτόν ως «γκουρούν».
Εθεωρούνταν πλέον, τρόπον τινά, μικρανεψιός του Κυρίου,
και λοχαγός του Υιού Του.

Κάποτε έν΄ ατμόπλοιον αφιχθέν εξ Αφρικής, εκόμισε
εις την Τάι Πέι δύο λέοντες. Ότε επροορίζοντο
δια τον ζωολογικόν κήπον της πόλεος.
Ο Ξιν Γιαν τότε, συννενοηθείς ουν, μετά τινός υπευθύνου
της Αρχιεπισκοπής της Ται Πέι, αιτήθη ακροάσεως,
όπως συνηντήσει τον Άγιο Ταιβάνεως.
Τον Δέσποτα δηλαδή, της Ιεράς Μητροπόλεως της Τάι Πέι.
Ούτος έκαμε ασμένως αποδεκτό το αίτημα, και πάραυτα
τον εκάλεσε προς συνάντησην. Αι δύο άντραι αφού
εκεράσθησαν αμφότεροι λουκουμάκι, συνεζήτησαν τα τρέχοντα.
Κατόπιν δε, εσυσκεύθησαν επάνω στο Ιεραποστολικού
περιεχομένου αίτημα του Ξιν Γιαν.
Μετά το πέρας της συσκέψεως ο Άγιος Ταιβάνεως,
εγερθείς εκ του ανακλίνδρου του, εναπόθεσε κατά μέρος
το πρόβειο μπούτι που μασουλούσε,
σκούπισε την βιβλική γενειάδα του,
ετίναξε τα ψίχουλα υπό του ράσου του,
και βάνοντας το καλυμμαύκι του, συνεχάρη τον Ξιν
λέγοντας: «Προχώρα! Ημείς και ο Κύριος τασσόμεθα
αναφανδόν μαζί σου».
Όλοι τότε οι παριστάμενοι, (παρακοιμώμενοι, γιουσουφάκια,
δόκιμοι, Γραμματείς, και πρωτοσύγγελοι) εθαύμασαν
την πίστην του ανδρός Δεσπότου.
Την επομένη κιόλας, τα σεπτά «κανάλια»,
προς τέρψιν των πιστών τηλεοπτών,
εσυνωστίσθεισαν επί του ζωολογικού κήπου,
και ειδικώς έμπροσθεν του κλουβίου ότε εφιλοξένη τους δύο
άρτι αφιχθέντες αφρικανικούς λέοντες.
Ο Ξιν Γιαν αφού έλαβε την θεία μετάληψη και επροσευχήθη,
εισήλθε εις τον κλωβόν ίνα προσηλυτίσει, ως είχε προσχεδιάσει,
το ζεύγος των αιλουροειδών θηρίων.
Προτάσσοντας δε, τον εσταυρωμένο έναντι των λεόντων,
έκραξε: «Προσκυνήστε τον Κύριο και Θεό σας.»
Πλην όμως, αυτά δεν έδειξαν την αναμενόμενη συγκίνηση,
ούτε βέβαια την προσδοκόμενη ευπείθεια και ευλάβεια,
πόσο μάλλον την αρμόζουσα ευγένεια.
Η συνέχεια και το τέλος της ενδόξου, αλλά και τραγικής
ιστορίας του Ξιν Γιαν, όπως πιθανότατα μαντεύετε,
πλέχθηκε στο Νομαρχιακό Νοσοκομείο της Τάι Πέι.
Εκεί χαροπάλεψε επί τριημέρου, πριν αποχωρήσει δια παντός,
αντάμα με το απαιτητικό σώμα του,
δια την άβυσσο της ανυπαρξίας.

2 σχόλια:

NinaC είπε...

Μα είναι τοις πάσι γνωστό ότι τον σταυρό τον προτάσεις μόνο σε βρυκόλακες! Σε λέοντες δεν έχει καμία επίδραση!

Είναι τρελοί αυτοί οι Ταϊπίτες!

kostis-b είπε...

Άστα να παν,
και μη χειρότερα.