Πέμπτη 29 Μαΐου 2008

Ιστορίες απ΄το Γουρμεδιστάν 2 (Η μητέρα όλων των γαστρών)








Οι εικόνες αυτές βρίσκονται στο κέντρο μιας τραγωδίας.
Συγχρόνως όμως αποδεικνύουν ότι η προσήλωση σε μελλοντικούς
στόχους,και η επιμονή σ΄ ένα «τίμιο» και σωστά σχεδιασμένο
project, δύνανται να υπερκεράσουν κάθε επιπλοκή και να
παρακάμψουν κάθε εμπόδιο, δίνοντας απαντήσεις, και δείχνοντας
τον δρόμο, στις αιτιάσεις γενεών και γενεών πεινασμένων.
Η γαστροπλαστική, ως δυναμικός τομέας της αγγειοπλαστικής,
αλλά και ως εφαρμοσμένο επιστημονικό πεδίο, αφορά ένα σημαντικό
μέρος της κοινωνίας. Παράλληλα, η θεωρητική σκευή της,
μεταφέρει και προάγει ένα ευρύ φάσμα γνώσεων, τόσο στο πεδίο
της μελέτης των υλικών κατασκευής μιας γάστρας, όσο και στην
πρόοδο των πολιτισμικών και ανθρωπιστικών σπουδών της ζωοτροφίας.
Εδώ η οπτική του γαστροπλάστη (Γιάννη), εστίαζε κατ΄αρχήν
στην εύληπτη απ΄τον καθένα, νοηματική σαφήνεια του εγχειρήματος.
Μια γάστρα ικανών διαστάσεων,ώστε να φιλοξενεί και να εξυπηρετεί
τις ανάγκες μαγειρέματος, ενός ζώου βάρους, εως και δώδεκα κιλών,
σε συνθήκες υπαίθρου, δίχως τις ευκολίες μιας επαγγελματικής
κουζίνας σύγχρονου εστιατορίου.
Επί δύο και πλέον έτη, αναμοχλεύτηκε η πιερική γη,
(Όλυμπος και Πιέρια Όρη),ώστε να βρεθεί το κατάλληλο χώμα.
Συγχρόνως «έτρεχε» και η έρευνα για υάλωμα(εσωτερικό επίχρισμα)
ανθεκτικό και ελεύθερο του βλαβερού μολύβδου.
Αφού οι σωστές προϋποθέσεις των υλικών εξασφαλίστηκαν,
ο δημιουργός μέσα από έναν γόνιμο διάλογο με γνωστούς πτωματοφάγους,
και κυρίως σε συνεργασία με τον γνωστό πρωτεΐνομάχο-κοπαδοκτόνο
Θανάση, προχώρησε στην κυρίως ειπείν γαστροπλαστική διαδικασία.
Μέρες και νύχτες σχεδιαστικών, στατικών και θερμοδυναμικών
μελετών χρειάστηκαν. Τα πρώτα σχέδια προέβλεπαν γάστρα
ακτίνας κύκλου 60 εκατοστών. Ήτοι, 120 εκατοστά διάμετρο!
Οι πρώτες αγωνιώδεις πειραματικές εφαρμογές έδειξαν πως αυτές
οι διαστάσεις μπορεί να αποδειχθούν καταστροφικές
για το όλο εγχείρημα.
«…είναι σε θέση άραγε, ένα σχεδόν τετραγωνικό μέτρο πηλού,
κοιλοκωνικού σχήματος, να αντέξει, απ΄τη μια,
το βάρος 10 εως 15 κιλών μάζας υλικού, και απ΄την άλλη,
το ανομολόγητο μένος 20 εως 25 πεινασμένων σαρκοβόρων ενηλίκων…»

Τέτοια βασανιστικά ερωτήματα ταλάνιζαν τους εμπλεκόμενους.
Οι δοκιμές υπέδειξαν: «Όχι!».
Ποιώντας την ανάγκη φιλότιμο, οι ευγενείς ερευνητές
περιορίστηκαν στις διαστάσεις των 80 εκατοστών διαμέτρου
και 11 χιλιογράμμων μάζας ψημένου πηλού.
Μετά τα τελευταία test αντοχής όλα ήταν έτοιμα.
Η τραγωδία της θυσίας του νεαρού κατσικιού πλέχτηκε
στο γνωστό αμπέλι,πλάι στην γνωστή καρυδιά,
(τί έχει δει κι αυτήν η δόλια) φρικώδες θέατρο πολλαπλών
τέτοιων ανηλεών επιχειρήσεων σκαιού σαρκοβορισμού.
Το τεμαχισμένο ερίφιο, (μετα της άμοιρης κεφαλής του)
αντιστάθηκε ηρωικά επί επταώρου ήπιου και σιγανού μαγειρέματος,
εως που υπέκυψε,όχι μόνο στις ταλαιπωρίες και στην μεγάλη
θερμοχωρητικότητα του πηλού, αλλά και στα δίκαια αιτήματα
των επίλεκτων μοβόρων εστιαζόμενων.

(Αφιερωμένο στον καρβουνιάρη καθώς και στο σύνολο της ολομέλειας)

Δευτέρα 26 Μαΐου 2008

Ιστορίες απ΄το Γουρμεδιστάν

Η σημερινή διήγησή μας έχει λόγια. Και πότε δεν έχει δηλαδή;
Έχει και πρόσωπα. Ως συνήθως.
Σήμερα όμως πρωταγωνιστούν τα λόγια.
Αφορμή στάθηκαν οι γενίτσαροι του αξιαγάπητου Μοίρη,
και τον ευχαριστώ για αυτό.
Πριν μπω αναπτύσοντας το κυρίως ειπείν θέμα, θα ήθελα
να διευκρινήσω τα εξής:
α)πως δεν αρνούμαι πως η θεωρητική γνώση και κατάρτηση
είναι απόλυτα αναγκαία για να καταπολεμηθούν οι δυσκολίες της ζωής.
β) πως η ακόλουθη ιστοριούλα θα μπορούσε να ήταν
και φανταστική.
γ) πως η φύσις της (της ιστοριούλας), είναι ψυχοκοινωνική και
στηλιτεύει την τεράστια δυσκολία που έχουν οι άνδρες, να υποτάξουν
τα νοσηρά τους αισθήματα υπεροχής και επίδειξης.
και δ) συγχωρέστε με, αν δείχνω μικρόψυχος και παρωχημένος.
Λοιπόν…ξεκινάω.
Της έλεγε, της έλεγε, της έλεγε, της έλεγε, της έλεγε…
Και κείνη άδειαζε, άδειαζε, άδειαζε…
Εκείνος μιλούσε, εκείνη άδειαζε.
Στο τέλος είχε μείνει μόνο το τσόφλι της.
Εκείνος συνέχιζε να λέει… και κείνη… είχε βγει μαζί του για φαΐ.
Εκείνος περιέγραφε ένα φαντασμαγορικό πανόραμα
με ιπτάμενους δίσκους διαγαλαξιακών γεύσεων, και κείνη είχε
αρχίσει να ξεχνάει την μαύρη της την πείνα.
Λίκνιζε τα βαριά κλαδιά του σαν ψηλό οπορωφόρο, και κήρυττε
τον οριστικό θάνατο του χύμα κρασιού, της πατάτας φούρνου
και της πάστας αμυγδάλου. Όμορφος σαν Απόλλωνας ξερνούσε
λόγια με σιγουριά δημόσιου κατήγορου σε έξαψη.
Εκείνη χάνονταν στην όψη και στην τάξη δύο διμοιριών
κρυστάλλινων ποτηριών, και μιας αντιπυραυλικής συστοιχίας
ανοξείδωτων μαχαιροπιρουνοκούταλων.
Τι τα θες όμως; Η έπαρση των λέξεων γεννάει τον αδίστακτο.
Και τον κάνει παχύσαρκο των εννοιών. Τις λέξεις τις θεωρεί
δοξαστικές της θεότητας. Της μιας και μοναδικής θεότητας.
Του εαυτού του δηλαδή.
Εκείνη πάλι, αλλιώς τα ήξερε από μικρή. Ήξερε πως τα φαγητά
(όπως και ο έρωτας) είναι φτιαγμένα από το υλικό που είναι
φτιαγμένα τα όνειρα και όχι από αυτό των λέξεων.
΄Ηξερε πως για να πετύχουν, βασική προϋπόθεση είχαν
την φροντίδα για τον άλλο, αυτόν που θα τα φάει,
τον τυχερό που θα τα γευτεί γιατί τα αποζητά,
κι όχι τον σταδιακό αφανισμό της άδολης, δίκαιης και ώριμης
ζωοτροφίας, προς δόξαν κάθε χορτάτου καταδιωκόμενου
από την εμμονή μιας ανώδυνης ευκαιριακής εξοικείωσης
με τους –ντε και καλά- νεωτερισμούς.
Για αυτό, εκείνη συνέχιζε να αδειάζει. Έρημο αδειανό κέλυφος.
Κλείνει τα μάτια τώρα, μπας και καταφέρει να αποκαταστήσει
το αλισβερίσι με τις πέντε αδυνατισμένες και μπερδεμένες
αισθήσεις της. Μύριζε τις λέξεις, άκουγε το απείραχτο πιάτο φαΐ
μπροστά της , έβλεπε το βουητό των θαμώνων του εστιατορίου.
Και να πείς δεν τα ΄βλεπε τα χαΐρια τους; Τα ΄βλεπε.
Σαν την Κασσάνδρα και αυτή, την τραγική θυγατέρα του Πριάμου
και της Εκάβης. Που, την άρνησή της να υποκύψει στα θέλγητρα
του θεού (του Απόλλωνα ντε), την πλήρωσε σκληρά.
Έβλεπε το κακό να πλησιάζει δίχως κανείς να την πιστεύει.
Απ΄ την αρχή μάντευε αυτά που πρόκειται να συμβούν,
και σαν ξεχαρβαλωμένο ελατήριο που χασε τον παλμό του,
αδυνατούσε να αντιδράσει.
Δυστυχώς όμως, είναι άλλο να είσαι χορτάτος από λέξεις
και να επαίρεσαι πως κατάλαβες το παν, (διότι την τύφλα σου κατάλαβες),
και είναι άλλο να καθησυχάζεις σαν παιδί που ευχαριστημένο
αποκοιμιέται απ΄το παιχνίδι στην αγκαλιά της μαμάς.
Είναι άλλο να αναδιπλώνεσαι πίσω στην αυτοκυριαρχία,
στην συμπόνια και στην χλιαρή κατανόηση,
και είναι άλλο, να ρέει η εμπιστοσύνη απ΄τα απαλά κλειστά βλέφαρα,
να γλιστράει από τον λάρυγγα κελαριστά στον οισοφάγο,
για να καταβαραθρωθεί τελικά στα άδυτα
του ιερού στομάχου.
Τα βλεπε λοιπόν τα μελλούμενα η τραγική Κασσάνδρα,
but…ουδείς την πίστευε.
Ως που ήρθε ο λογαριασμός.

Σάββατο 10 Μαΐου 2008

στα μισά...του έρωτα



Πόσο απερίσκεπτα την εκλιπαρούσε;
Πόσο τον έτρωγε τούτη η υπόθεση;
«Ζωή, παλουκώσου! Μείνε εδώ ακίνητη!» την διάταζε.
«Θα τελειώσω με τη δουλειά και θα πάμε για καφέ το απόγευμα» της έταζε μετά.
Την λάτρευε, την προστάτευε, την κρατούσε τρυφερά στα χέρια του,
την εκθείαζε στους άλλους…
Κι αυτήν αγέρωχη. Γλυκιά και τερατώδης. Υπέροχη ανάμεσα σ΄ όλες…
με απαλές γραμμές και μικρές μελωδικές πτυχώσεις.
Πιο θαμπός, αυτός, αγκυροβολημένος στην ράδα της…
Στην κοσμάρα της αυτή…
Άλλοτε πάλι, άγρια και κυματιστή, τυλιγόταν στα πέπλα του σκοταδιού της,
και του έφευγε για κάποιους μακρινούς ακατοίκητους αμμόλοφους.
«Αχ αυτή η σπατάλη της…» μονολογούσε εντός του.
Kαι την περίμενε να γυρίσει.

Αυτός ήταν του ακριβούς, του μετρίου και του ευσταθούς. Και ήθελε ελεγχόμενη απόσβεση των κραδασμών. Αυτήν… πότε ουράνια και πότε αβυσσαλέα, πότε δόξαζε και πότε ευτέλιζε οποιονδήποτε αιχμαλώτιζε στη ροή της.

Διάλεγε για τον εαυτό του, τον ρόλο του ενάρετου ακροατή,
και στη μουσική, και στον έρωτα. (Με γκρίζα μάτια και σκυφτό κεφάλι, παλιότερα.
Με γκρίζο κεφάλι και σκυφτά μάτια, τώρα…στα μισά)
Διάλεγε για τον εαυτό του, μια εκ περιτροπής εθελούσια αιχμαλωσία .
Τη μια στο νόημα και την άλλη στη φόρμα. Τη μια στη σάρκα και το κορμί,
την άλλη στο μυαλό και την ψυχή.
«…ζωή, παλουκώσου! Μείνε εδώ ακίνητη!» την διάταζε.
Πόσο απερίσκεπτα την εκλιπαρούσε;
Πόσο τον έτρωγε τούτη η υπόθεση της μοναδικής του ζωής;

Πέμπτη 8 Μαΐου 2008

ιδιόγραφο

(κάνε κλίκ)

Φχαριστώ την Νίνα για την κλήση,
το autographcollectors για τη ιδέα,
και τον Καζαντζίδη για την ερμηνεία.