Σάββατο 27 Μαρτίου 2010

ποιανού το σπίτι καίγεται,

Δεδομένου ότι το μυαλό σου, προβάλει στο άσπρο πανί τα παρεπόμενα του βίου σου, και όχι τον ίδιο τον βίο σου, μπορούμε να ισχυριστούμε με σχετική ασφάλεια ότι:
οι σκέψεις σου είναι το αντεστραμμένο είδωλο της ζωής σου. Οι σκέψεις δηλ. είναι μια προκατειλημμένη αποτίμηση , του προσφιλούς σου βίου.
Οι έμμονες σκέψεις δε, είναι σαν κοριοί.
Βρωμεροί απομυζητές του αίματος της ζωής.
Κάθε αποσυνάγωγος της κρεάτινης ζωής, έρμαιο της ανόθευτης βίας του εμμονικού νου, γλύφει καθημερνώς, σαν δαρμένος σκύλος, τις πληγές και τα γδαρσίματα των σκέψεων του.
Τραβώντας τον κουρελιασμένο μπερντέ, ρίχνεις κλεφτές ματιές, απ΄το παραθύρι του νου, και αναζητάς την απωλεσθήσα –από χρόνια- συζυγία πράξης και λόγου.
Σιγά μην τη βρεις.
Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να φροντίσεις έτσι ώστε η βία που έτσι κι αλλιώς, το μυαλό σου θα ασκήσει στον εαυτό σου και στους γύρω σου, να είναι λελογισμένη. Ελπίζοντας ότι και οι άλλοι θα κάνουν το ίδιο.

Ποιανού το σπίτι καίγεται;
Ποιανού μαντρί καπνίζει;
Μα, το δικό σου φυσικά
Πάντα το δικό σου.

Σάββατο 13 Μαρτίου 2010

δεν έχω νου...

Που θα πάει; Θάρθει.
Ακόμα κι αν εξαντλήσει όλα τα περιθώρια που έχει, σε νάζια,
ακόμα και αν μετέλθει όλου του ρεπερτορίου που διαθέτει σε σκέρτσα και ακκισμούς, στο τέλος θάρθει.
Το προϊόν της βεβαιότητάς μου αυτής, θερμαίνεται, διαλύεται, πλημμυρίζει το χώρο, όταν συναντηθώ με μια βερικοκιά που χει ανθίσει σε μια αυλή, πυροδοτώντας την πάλη των τάξεων των οπορωφόρων.

Ήρθαν πάλι οι εξαθλιωμένοι πακιστανοί γείτονες, να γεμίσουν με νερό από τη βρύση, τα πλαστικά μπιτόνια τους. Τον πανύψηλο μαυριδερό φίλο τους, (αυτόν που με χαιρετά τριανταπέντε φορές ημερησίως, όσες ακριβώς φορές δηλαδή, περνά έξω από την πόρτα μου) τον τσάκωσε χτες η αστυνομία. Δεν είχε ¨χαρτιά¨. Πώς να βοηθήσω; Δεν έχω και καλές σχέσεις με τις αρχές…που να πάρει. Τους έδωσα τα τσιγάρα μου και είκοσι ευρώ να του τα παν στο κρατητήριο.

Η προηγούμενη βεβαιότητά μου διερράγη, και επανήλθε στην προτέρα κατάσταση, ανακτώντας την αρχική της σύσταση.

Θα ήθελα τώρα, να μου πείς πάλι, εκείνη την παλιά ιστορία που έλεγες, ότι, η ζωή σου άλλαξε ολότελα από τότε που με γνώρισες. Και να μείνω κατάπληχτος και εκμηδενισμένος, όπως τότε. Αλλά τι τα θες..; Παν΄ αυτά. Πέρασαν.

Μ΄ αρέσουν οι λεπτοί στοχασμοί της πρώιμης Άνοιξης. Με βοηθούν να χάνω, βαθμηδόν, το ομιχλώδες, μικρόψυχο, αυστηρό μου βλέμμα, και να κερδίζω βήμα βήμα ξανά, τον ξάστερο ουρανό. Όταν τριγύρω επικρατούν συνθήκες γενικής οκνηρίας μ΄ αρέσει να καταποντίζομε εντός της ιδέας ότι διαθέτω ακόμα, απεριόριστο χρόνο. Να προσχωρώ δηλαδή, οικιοθελώς στη διάθεση: ¨Εχω ακόμα έναν αιώνα για να βάλω τάξη στο χάος.¨ Και τον αιώνα αυτόν, τον απλώνω στον μπάγκο της ¨λαϊκής¨ του Σαββάτου, και τον πουλάω τζάμπα. Με την οκά.

Οι προειλημμένες αξιολογήσεις της κατάστασης είναι πλήρως διαβλητές.
Τα πτερόεντα φύλλα της σκαιούς προπαγάνδας, ότι τάχα ο χειμώνας φέτος θα παραταθεί επ΄ αορίστου, δεν περιστέλλουν στο ελάχιστο τις δίκαιες αιτιάσεις της ήδη ανθισμένης βερικοκιάς.
Περιμένετε να μπει για τα καλά η Άνοιξη, και θα δείτε τι εννοώ.

Η απάντηση θάρθει, παραδόξως, πολύ γρήγορα.
Δεν έχω μυαλό, μου το πήρε η Άνοιξη.