Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2009

όποιος νύχτα περπατεί...


Επειδή αναμφίβολα το να μιλάς για τον εαυτό σου, ή χάριν του εαυτού σου, εμπεριέχει εξ αρχής κάτι άσεμνο, το ελάχιστο που μπορείς να κάνεις για να υπερβείς τούτη την αυτιστική αμετροέπεια, είναι να έχεις φροντίσει καταρχήν, να χεις ένα πρόσχημα. Και κατά δεύτερο λόγο, ένα πλαίσιο.. Το πρόσχημα μπορεί να είναι: το άρρητο, το δέος, η ελευθερία, η πίστη, το σύμπαν, το φρικτό, η απόγνωση, ο έρωτας, η ζωή, ο θάνατος, το σκοτάδι κτλ κτλ. Το πλαίσιο είναι πιο εύκολο να το βρεις. Το πιο πετυχημένο και δοκιμασμένο πλαίσιο είναι χωρίς αμφιβολία ένα: ο αμετάκλητος όρος του ληξιαρχικού σου περιορισμού. Το ατράνταχτο δηλαδή σκεπτικό που λέει: ¨Ρε μάγκες γεννήθηκα χτες και αύριο μεθαύριο αποχωρώ. Μη μου ζητάτε να μην μιλάω για τον ληξιπρόθεσμο εαυτό μου¨.
Εάν λοιπόν θεωρήσουμε το αμάχητο τούτο πλαίσιο, ως δεδομένο, αυτό που μας μένει για να συνεχίσουμε αυτό το ποστ είναι το πρόσχημα. Το πρόσχημά μου λοιπόν σε τούτη την ανάρτηση είναι η ¨νύχτα¨. Ναι, αυτήν η γνωστή. Και ειδικότερα η πηχτή νύχτα, δίχως φεγγάρια, αστέρια και λοιπά βοηθητικά εργαλεία. Το απόλυτο σκοτάδι.
Ταξιδεύουμε σκαρφαλωμένοι στην καμπούρα της γης, ιδανικά περιστρεφόμενοι γύρω από τον άξονά της με την εκπληχτική ταχύτητα των σαράντα χιλιομέτρων το δευτερόλεπτο. Μιλάμε για άγρια γκάζια. Και διάγουμε μέσω μιας διηνεκούς ακρίβειας περάσματος από την μέρα στη νύχτα, κι απ΄τη νύχτα στη μέρα. Η λογιστική ακρίβεια των φυσικών νόμων, αγγίζει τα όρια της μεμψιμοιρίας. Αλλά τι να κάνουμε, αυτούς τους νόμους έχουμε , με αυτούς θα πορέψουμε.
Η νύχτα όμως είναι από μόνη της φοβερή. Το καθαρό σκοτεινό και περήφανο φρόνημά της, το συναγωνίζεται και το παλεύει ¨στα ίσα¨ , μόνο ο ταρτουφισμός της και η δημαγωγία της.
Είναι φοβερή!
Όπως ακριβώς λοιπόν, τώρα που κοντοζυγώνουν τα Χριστούγεννα, τα κάστανα και τα κουκουνάρια αδημονούν να μπουν στα σωθικά ενός δύστυχου, μαδημένου πουλερικού, το οποίο θα αποτελέσει το επιμελημένο αμπαλάζ τους για να μπουν στο φούρνο, έτσι και γω κάθε ημέρα καρτερώ την έλευση του σκοταδιού. Να ρθει με το ¨φιμέ¨ σελοφάν του να με τυλίξει. Για να μπω αξιοπρεπώς ενδεδυμένος στον φούρνο της νύχτας. Κι όλα αυτά… μέχρι το ξημέρωμα , οπόταν τα πρώτα πρώτα ράκη του πρωινού σκίσουν το περιτύλιγμα της ακμαίας νύχτας μας, και μας εξαφανίσουν μες στο φως.
Το είπαμε… η νύχτα γενικώς είναι φοβερή.
Όχι ότι και η μέρα πάει πίσω. Κάθε άλλο, ότι και να πεις για λόγου της , παρ΄ όλη τη διαφάνειά της, είναι κι αυτή ένας υπολογίσιμος αντίπαλος. Αλλά να… η μέρα είναι, τρόπον τινά, σαν ένας επώδυνος κωλικός του νεφρού, που αργά ή γρήγορα θα περάσει. Ενώ η νύχτα…άλλο πράμα…Η νύχτα είναι σαν καραμπινάτη κίρρωση του ήπατος που όσο και αν αργήσει, όσο και αν ναζιάρικα σε παιδέψει…στο τέλος με σιγουριά θα σε οδηγήσει στη στοργική μαύρη αγκάλη της. Τι να λέμε; Άλλα μεγέθη…
Ολημερίς αραδίζω, ψάχνω, σκαλίζω τις πτυχές του ημερήσιου φωτός, να κάμω χώρο να κρυφτώ εντός του. Ν΄ αφήσω πίσω μου μόνο τα ξέφτια της επίμονης σκιάς μου, που εννοεί να με έχει συνεχώς στο κατόπι. Ξαναμμένος, με έναν παράλογο ημερήσιο ενθουσιασμό, σκαλίζω ασταμάτητα τα τοιχώματα του φωτός, σαν τυφλοπόντικας παγιδευμένος σε ενεργοποιημένο ¨σολάριουμ¨. Ώσπου το πρώτο αχνό πέπλο της νύχτας (που λένε και οι λογοτέχνες) ξαναπέσει . Και με το χαρμόσυνο αγλάισμά της, θα με τυλίξει μέσα στις βαριές μπροκάρ μαύρες κουρτίνες της.
Η νύχτα πέφτει αποκλειστικά για τον καθένα ξεχωριστά. Η μέρα πάλι, για όλους.
Η μέρα διαπνέεται από σοσιαλιστικές ιδέες. Η νύχτα από αριστοκρατικές.
Η νύχτα τροχίζει την ακοή. Τη μέρα τη ρουφάς με τα μάτια,. ¨…αρμέγεις το φως της οικουμένης…¨ που έλεγε κάποιος. Είναι τυχαίο άραγε ότι πάντα με κατέτρεχε η ανορθολογική και εωσφορική πεποίθηση, πως τα τραγούδια ακούγονται αλλιώς τη νύχτα;

( Ίσως επειδή στην αμβλυμμένη παιδική μου μνήμη, τα πρωινά έχουν ταυτιστεί με τις ανώδυνες μελωδίες του ελαφρού τραγουδιού, και με τις αναζητήσεις απολεσθέντων συγγενών μέσω ερυθρού σταυρού, στα τότε ¨κρατικά¨ βραχέα.
Ενώ όταν ερχόταν το βράδυ,(αχ το βράδυ) το ίδιο ακριβώς λαμπάτο Grundig , πάνω στην εταζέρα με το σεμεν, μεταμορφωνόταν σε ένα ¨εξ αμελείας¨ τέρας. Με κοιτούσε με τα δύο μεγάλα στρογγυλά, σαν μάτια, ποντεσιόμετρα, και ξερνούσε φωτιές από πληγωμένα αισθήματα , τραύματα, απορρίψεις, έρωτες, πάθη και αυτοκαταστροφές, με τα αλλεπάλληλα ματωμένα βέλη λαϊκών ασμάτων, που σκορπούσε στον αέρα.)


Ο σβέρκος μου καίει τη νύχτα, και κάθε φορά ανησυχώ για την τροπή της.
Νύχτα έχασα, με βίαιο τρόπο, αγαπημένα πρόσωπα. Νύχτα, με απαρνήθηκαν ανεκπλήρωτοι έρωτες. Νύχτα έχασα πιωμένος, για ώρες τη συνείδηση μου. Η νύχτα είναι φοβερή.
Συγχρόνως όμως, είναι εντελώς πέρα από τις δυνάμεις μου, το να τηρώ σωστές αποστάσεις από την άτιμη επικράτειά της. Αδύνατον να καταφέρω να σταθώ αλάργα από την σπαρταριστή, κρουστή και ιδρωμένη σάρκα της.
Η νύχτα είναι ένα ανεξερεύνητο σπήλαιο, και παρά το ότι κάθε βράδυ υποδύομαι τον αδρανή σταλακτίτη, ο οποίος αργά αργά, σταγόνα σταγόνα, με αργό τέμπο, σιγοντάρει την αισθησιακή της βαρύτητα… Δεν είμαι παρά ένας φοβισμένος μαθητευόμενος σπηλαιολόγος, με ένα φανάρι ανα χείρας, που αργοσβήνει. Μέσα σε μια νύχτα μόνο γεννήθηκα και μεγάλωσα. Τόσο γρήγορα που δεν κατάλαβα τι μου συνέβη.

Καλησπέρα σας.