Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2010

καφε-μπαρ ¨Βινύλιο¨

Τους κρυφάκουγα με την μέγιστη δυνατή διακριτικότητα, που ο περιορισμένος χώρος επέτρεπε, και η στιγμή συγχωρούσε. Αν μπορούσα θα διέκοπτα την λαθραία ακρόαση-έτσι τουλάχιστον θέλω να πιστεύω-. Ήταν όμως τόσο κοντά μου. Τα τραπέζια μας γειτόνευαν ασφυκτικά , και εκείνοι ήταν τόσο απορροφημένοι από τα τρέχοντα ζητήματα του βίου τους , ώστε η περιορισμένη γωνιά του μαγαζιού που μας φιλοξενούσε, τους φαίνονταν-υποθέτω- απεριόριστη , όσο ο κόσμος ολάκερος. Φαίνεται ότι, όταν είσαι-δεν είσαι σκάρτα δεκαεφτά και ερωτευμένος, η απεραντοσύνη του κόσμου δεν διαφέρει και πολύ από δύο-δυόμιση μισερά τετραγωνικά μέτρα μαγαζιού. Πάντως έχω καταλήξει ότι τα βραδινά μπαρ, παρά την πλανημένη επικρατούσα άποψη περί του αντιθέτου, είναι οι πλέον ακατάλληλοι χώροι για να κρύψει κανείς την προσωπική του ιστορία από τα μάτια και τα αφτιά κάθε τυχαίου αδιάκριτου. Οι εύθραυστες και αδύναμες φράσεις των διπλανών έρχονται στ΄ αφτιά άθελά σου και τα χαϊδολογούν, συμπληρώνοντας τις δικές σου μισοσπασμένες και αδέσποτες φράσεις. Στο κάτω κάτω με βρήκαν, δεν τους βρήκα. Ιδία πρωτοβουλία στρωθήκαν στο διπλανό τραπέζι. Νέοι, ωραίοι, κοντά στα δεκαεφτά, (τόσο τους έκοψα). Τι να κανα; Κρυφάκουγα τα τιτιβίσματά τους.
Δεν επρόκειτο όμως για τα τυπικά, μακρόσυρτα και λίγο σαλιάρικα κελαηδίσματα των ερωτευμένων τρυγονιών.
Εκείνη πρώτη του παραπονέθηκε ότι δεν εκτιμήθηκε, από μέρους του ποτέ, η δύναμη του έρωτα που ένοιωθε για κείνον. Εκείνος, ελαφρώς πιωμένος, αλλά αρκετά μακριά ακόμα από τα σύνορα της μέθης, διέθετε την διαύγεια και την υπομονή να την διαβεβαιώνει ρητά ότι, ο λόγος που ανεχόταν τη γκρίζα ζωή του, ήταν αποκλειστικά ένας: το γεγονός της ύπαρξής της. Οι νέοι επιδεικνύουν ενίοτε θαυμαστές επιδόσεις τόσο στα σκληρά ποτά, όσο και ιδιαίτερη έφεση στις αιώνιες υποσχέσεις, και σίγουρα βέβαια, εξαιρετικές αντοχές στις εξαντλητικές συζητήσεις.
Τα αντικείμενα γύρω τους, το τραπέζι, το τασάκι, το κεράκι, τα ποτήρια, η παρακείμενη γλάστρα με τον φίκο, οι καρέκλες, διαβουλεύονταν μαζί τους , χωρίς κι αυτά να καταλήγουν πουθενά. Ήταν φανερό, υπήρχαν ένα σωρό πράγματα που δεν ήξεραν, και άλλα τόσα που δεν θα τους ενδιέφερε ποτέ να μάθουν. Μέσα σε ένα λαβύρινθο αντικατοπτρισμών, έμψυχα και άψυχα, παίζανε μια στημένη παρτίδα γενικευμένης ερωτικής αναξιοπιστίας. Ειλικρινά θα ήθελα να απέχω από αυτήν την παρτίδα. Δεν αντέχουν πλέον οι ώμοι μου το παιχνίδι, ούτε ως θεατή, ούτε ως ακροατή. Αμ δε όμως! Η αρωστημένη μου εμβρίθεια στην παρατήρηση δεν μ΄ άφηνε να αγιάσω. Και συνέχισα να ακούω.

(Το θεμελιώδες πρόβλημα στην συναγωγή συμπερασμάτων ως αποτέλεσμα συστηματικής παρατήρησης, βρίσκεται στο γεγονός ότι τα αντικείμενα της παρατήρησης δεν μένουν ανεπηρέαστα από την δράση του παρατηρητή. Ο παρατηρητής-υποκείμενο της παρατήρησης-, θέλει δεν θέλει, μεταβάλει δραματικά το παρατηρούμενο αντικείμενο και μοιραία μεταβάλει και το τελικό συμπέρασμα που θα συνάγει. Θα μου πείτε τώρα αυτά αφορούν τον μικρόκοσμο και την κβαντική φυσική και όχι το παιχνίδι που παίζεται μεταξύ δύο ερωτευμένων. Κι όμως, σύμφωνα με την θεωρία των παιγνίων, ένα παίγνιο διαφέρει από μια πραγματική κατάσταση στο ότι πραγματώνεται κάτω από ορισμένες συνθήκες και σύμφωνα με αυστηρά καθορισμένους κανόνες. Εδώ οι συνθήκες διερράγησαν, και οι κανόνες πήγαν περίπατο. Άρα το παιχνίδι άλλαξε. Διότι εντωμεταξύ προέκυψε παρατηρητής. Τι και αν ξεκίνησε ως παίγνιο δύο προσώπων. Υπήρξε κρυφός τρίτος παίκτης. Φουνταριστός.)


Αυτήν τώρα, έμοιαζε να μην είναι σίγουρη για τίποτα. Το κατέδιδαν άλλωστε ξεκάθαρα τα όμορφα μάτια της. Ήταν φανερό, υπολειπόταν κάθε είδους σιγουριάς. Ακουμπούσε πότε πότε το μέτωπό της στον ώμο του και τα καστανά μαλλιά της χυνόταν πάνω στο τραπεζάκι, πάντα με κίνδυνο να γίνουν παρανάλωμα από το μονίμως αναμμένο τσιγάρο του, και το αναμμένο κεράκι. Ασυναίσθητα, έλεγξα με μια ματιά αν το κατάστημα διέθετε τα προβλεπόμενα μέσα πυρόσβεσης σε εύκολα προσβάσιμη θέση. Η προνοητικότητα του μεσήλικα, βλέπετε.
Αυτόν , καθώς τον άκουγα να παλεύει φιλότιμα να ανασκευάσει τις ίδιές του τις αντιφάσεις και συγχρόνως να βουλιάζει όλο και πιο βαθειά σ΄ αυτές, τον φαντάστηκα μικρό αγοράκι να ξυπνάει τρυφερά, να ανοιγοκλείνει τα μισοκοιμισμένα μάτια του, και να απλώνει τα χέρια ψάχνοντας την σιγουριά της αγκαλιάς της μάνας του. Την βρήκε άραγε;
Αμφότερους τους βρήκε η ενηλικίωση αβέβαιους για το παν. Θα σπουδάσουν άραγε;
Θα είναι ελεύθεροι να κάνουν όπως θέλουν; Θα πάει φαντάρος; Θα μείνουν μαζί; Θα ζήσουν μαζί; Θα κάνουν παιδιά; Θα είναι σε καλύτερη μοίρα απ΄ αυτήν των γονιών τους; Το κατακάθι της μελλοντικής τους ιστορίας βάραινε σαν κουρσούμι, στο ανάλαφρο παρόν τους.
Δεν μπορώ να πω ότι δεν με γοήτευσαν. Δεν μπορώ να κρύψω ότι ένοιωσα μια κρυφή συντροφικότητα μαζί τους. Τους απωθούσε η κτηνωδία της κάθε βεβαιότητας , όπως τα σκόρδα τους βρικόλακες.
Ήταν φανερό ότι η τζάμπα μαγκιά της βιταλιστικής σιγουριάς τους καταρράκωνε, και οι κομπασμοί της βεβαιότητας του περίγυρου, τους ταλαιπωρούσε βάναυσα.. Τους άρεσε η ζωτικής σημασίας, αλανιαροσύνη της αμφιβολίας. Σχεδόν τους λυπόμουν. Οι αναπάντητες ερωτήσεις, του σχεδόν ενήλικου βίου τους, έπαιρναν φωτιά επάνω στο τραπέζι , και καίγαν το σιδερωμένο τραπεζομάντιλο και κάθε τσαλακωμένη υπόσχεση.
Πρέπει να παραδεχτώ, αν και κουβαλώ τα υπερδιπλάσια χρόνια, ότι ο σικ τρόπος και η γλυκιά θλίψη με την οποία αμφέβαλαν, περιείχε μαεστρία και επαγγελματική σαφήνεια, εφάμιλλη εμπειροτέρων παικτών.



Για αυτήν, προδοτικός καταδότης, όπως είπαμε, ήταν τα μάτια της.
Γι αυτό και τα μυστηριώδη μαύρα γυαλιά της, μεγάλα σαν οθόνες δεκατεσσάρων ιντσών, που ανεβοκατέβαζε με συχνότητα πενταλέπτου, από το μέτωπο στα μάτια και από τα μάτια στο μέτωπο.
Αυτόν τον πρόδιδαν τα ατέλειωτα αγχωμένα τσιγάρα.
Γι αυτό και τα τρία εικοσιπεντάρια πακέτα, σε παράταξη δίπλα στο κινητό και στα κλειδιά .

Κάθε που στερέωνε τα μαύρα γυαλιά της στο μέτωπο, τα μάτια της αποκάλυπταν την πραγματική της υπόσταση.
Κάθε, που το επόμενο τσιγάρο αναφλεγόταν , το ντουμάνι σκίαζε τα αμήχανα χείλη του.
Κάθε που τα μαύρα σύννεφα της αμφιβολίας, για άλλη μια φορά, έσκυβαν πάνω στο νου τους, αυτήν κατέβαζε τα κεπέγκια -μαύρα γυαλιά στα μάτια της, κι αυτός άναβε ένα τσιγάρο.
Φορώντας τα γυαλιά ενδυόταν μια αποκριάτικη χάρτινη πανοπλία . Αρκούσε μια βροχούλα, για να λειώσει το χαρτί,
και να την αφήσει γυμνή στην άβολη θύελλα της αβεβαιότητας, ξανά.

Το βράδυ είχε προχωρήσει αρκετά. Το καφε-μπαρ ¨Βινύλιο¨ γέμισε κόσμο.
Ήταν ερωτευμένοι; Δεν ήταν ερωτευμένοι; Υπήρξαν κέρδη; Υπήρξε χασούρα;
Θα χαν περάσει τρεις ώρες και ουδείς πλέον ήταν σίγουρος για την απάντηση, στην ακούσια παρέα των τριών μας.
Κατά πως φαίνεται, σίγουροι δεν θα είναι ποτέ για τίποτα.
Βέβαιοι δεν θα είναι ποτέ για κάτι.
Πλήρωσαν και έφυγαν. Επιτέλους
Στην απίθανη περίπτωση που τους ξανανταμώσω θα ναι εξαιρετικά απίθανο να ξανα καθίσουμε τόσο κοντά . Σχεδόν αδύνατο. Δυστυχώς.
Φαντάζομαι όμως ότι θα συνεχίσουν να είναι γλυκύτατοι,
και ζεστά παραπονιάριδες ενώπιον των αμφιβολιών τους.
Η μοναδική σιγουριά στο τραπέζι τους, ήταν η ομορφιά της.
Στο δικό μου τραπέζι …επίσης.

Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2010

¨...παίξε Μάρκο το μπουζούκι σου για μένα...¨


Σήμερις τα ¨ξόρκια¨ λαμβάνουν την τιμή να σας παρουσιάσουν
τον πνευματικό τους πατέρα. Απολαύστε τον εμβριθή Μάρκο στο
απίστευτο κελαηδητό του. Σαν να παίζει...


Το 1909 µε βρέσκει
πέντε χρονώ παιδάκι.
Ήµουνα από τότες κιµπάρης.
Σφιχτοδεµένος.
Είχα πρώιµη ανάπτυξη.
Παρατήραγα δεξιά αριστερά.
Σφουγγάρι. Τα µάτια µου
αρπάχνανε. Εβύζαιναν παντού.
Έστηνα τ' αυτί κι άκουγα,
εκεί που μιλούσαν οι γέροι,
οι σοφότεροι. Να μασώ την γλώσσα.
Μου αρένανε ν' ακώ κουβέντες.
Όταν ιστορούσανε.
Άκουγα. Κι ό,τι λέγανε τα κράτηγα.
Μου αρένανε τα μυστήρια του ντουνιά.
Επάγαινα στις γκάιντες,
εκεί που τραγουδάγανε.
Το κάθε ξηµέρωµα µ' έβρισκε στο πόδι.
Από ρουχαλάκια, δεν είχαµε,
μπαλωµένα φορήγαµε.
Παπούτσια ούτε για δείγµα.
Διπλοβελονιά ντουσέκι το παλιοπαντελονάκι.
Και µονοφόρι.
Κι αν ξέπεφτε κανένα παλιοπάπουτσο,
το 'ραβα µε κερωµένο γκιούλι για να µη σπάει.
Εχανόµουνε στα χωράφια ξιπολησιάς.
Και τα κανιά µου γιοµάτα σηµάδια.
Έβρεχε και πιλάλαγα στη βροχή.
Έπεφτε µπόρα, δεν µ' απάνταγε.
Τα 'βαζα µε τα στοιχειά της φύσης.
Βούταγα µια βάρκα
και κοντραριζόµουνα µε τα κύµατα.
Την άνοιξη φούσκωνε η ψυχή µου.
Εκαθόµουνα µε τις ώρες στις πλευρές
κι άκουγα τα λουλούδια που έσκαζαν.
Είχα µονίµως µια φούντωση,.
Έτσι ενθυµούµαι.
Πέντε χρονώ, µ' έστειλε ο πατέρας σχολείο.
Από το υστέρηµα του µ' αγόρασε ποδιά.
Ετότες φορήγαµε ποδιές. Αλατζαδένιες.
Υπήρχαν και τα ντρίλια.
Κι ήµαστε όλα τα παιδιά µια κοψιά.
Λόγω στολής.
Τα γράµµατα τ' αγάπησα,
τα 'παιρνα στον αέρα.
Επήγα στο σχολείο. Ξύλινα θρανία. Κι ένας πίνακας.
Κιµωλίες µε το δελτίο,
πιο ακριβές κι απ' το γαρούφαλο.
Βιβλία δεν είχαµε.
Το µάθηµα τ' αρπάζαµε από το στόµα του δάσκαλου.
Μόλις τελείωνα µε την διδασκαλία,
ξαµολιόµουνα στα χωράφια
και έλεγα µεγαλοφώνως τι άκουσα.
Το 'λεγα πολλές φορές.
Αφού φχαριστιόµουνα, το ξανάρχιζα
κι έβαζα και δικά µου µέσα.
Ό,τι µου 'ρχότανε.
Το µεγάλωνα.
Άµα µου άρεσε µια λέξη, µια φράση,
την έλεγα και την ξανάλεγα.
Κι όταν µε σήκωνε στο µάθηµα,
του ξηγιόµουνα αβέρτα.
Εκεί όµως που πάθαινα µεγάλη ζηµιά
ήταν µε τον Πάρι και την ωραία Ελένη.
Τον Αγαµέµνονα. Ξέρξη. Δαρείο.
Τους Άθλους του Ηρακλέους.
Όπου εοτεκόµουνα, αυτούς τους πατριώτες
τους έβλεπα οµπρός µου.
Και τις ναυµαχίες.
Με πρώτη εκείνη που έλαβε χώρα στή Σαλαµίνα.
Ετούτοι οι πρόγονοι πολύ µε συγκίνησαν.
Ταίριαξαν µε την ψυχή µου.
Ο δάσκαλος καταλάβαινε τι αντάρα
γινόταν µέσα µου και µε είχε περί πολλού.
Ήµαστε ζόρικοι.
Αλλά σ' εµένα δεν σήκωσε ποτές χέρι.
Γιατί είχα έρωτα στα γράµµατα.
Τους άλλους τους µούρλαινε στις φάπες.
Τους διάταξε, ο καθένας να φέρνει τη βέργα του.
Και µε την βέργα του τον έδερνε.
Να και τούτη, να και κείνη.
Και του καρούλιαζε τα χέρια.
Όταν έµαθα την αλφαβήτα,
γιόµισαν τα µάτια µου δάκρυα.
Μου κονόµησε ο πατέρας ένα µολύβι.
Εβρήκα κι ένα χαρτί άσπρο
κι άρχισα να συνταιριάζω τις πρώτες λέξεις.
Τις έγραφα και µετά τις διάβαζα φωναχτά.
Τι δε θα 'δινα να θυµηθώ την πρώτη λέξη που 'γραψα.
Αλάφρωσε η ψυχή µου από την φούντωση.
Τα γράµµατα µου παίρναν την στενοχώρια.
Από µικρό παιδάκι στα βάσανα.
Έβλεπα τον πατέρα µου να δουλεύει,
να κουράζεται. Αλλά το ψωµί δεν έφτανε.
Πώς να θρέψει τρία παιδιά;
Κι η µάνα µου µαρτύρησε να µας αναστήσει.
Είχα κλίση στα γράµµατα.
Κι όταν φτάσαµε σ' εκείνους, Βυζάντιο και τα ρέστα,
ξανάπαθα ζηµιά.
Όλους εκείνους τους αυτοκρατόρους,
Κωνσταντινούπολη, Αγία Σοφιά.
Έπεφτα να πλαγιάσω, αλλά πού ύπνος.
Τα 'παιρνα απ' το δάσκαλο
και τα 'φερνα στον ύπνο. Συντροφία.
Ξαγρύπναγα και τα 'βλεπα.
Κοιµόµανε και 'ρχόσανε στα όνειρα.
Βυζάντιο. Η άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως.
Εσηκωνόµουνε ως υπνοβάτης
και ξέβγαινα όξω τες νύχτες,
µπας και τους συναντήσω.
Κι όλο ρώταγα το δάσκαλο
εκείνα που σκεφτόµουνα, να πάρω απαντήσεις.
Αλλά δεν κράτησα πολύ τα γράµµατα.
Πριν τελειώσω την τέταρτη τάξη, το 1912,
επήραν τον πατέρα µου στρατιώτη
και άφησα το σχολείο
για να πάµε µε τη µάνα µου σε δουλειά.
Τρία µωρά στο σβέρκο. Εµένα.
Τον Λεονάρδο.
Και τον Φραγκίσκο.
Ήµανε ο µεγαλύτερος. Κι ήπρεπε να κονοµάµε.
Από δουλειά σε δουλειά,
εγίνηκα κι εφηµεριδοπώλης.
Εξέκλεφτα χρόνο στις γωνιές
και κλεφτά εδιάβαζα τα µεγάλα γράµµατα.
Τους τίτλους.
Κι εµάθαινα τα γραµµατάκια.
Και τα καλλιεργούσα όπως όπως».


(απο την αυτοβιογραφία του Μάρκου)

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2010

Δελτίο καιρού

Αν έχεις καλύψει χιλιάδες χιλιόμετρα στα αφιλόξενα εδάφη και στις απόκρημνες πλαγιές του διαδικτύου, τότε δικαιούσαι να κοντοσταθείς λιγάκι. Να πάρεις μιαν ανάσα, να ξαποστάσεις, και να αναρωτηθείς: τι ακριβώς είναι αυτό που διεκδικείς μέσα στο παρηλλαγμένο δικτυακό παρόν σου. Και να συλλαβίσεις αργά και καθαρά την απάντηση, μπρος στον καθρέφτη της τουαλέτας σου.
Υποψιάζομαι όμως ότι δεν θα καταφέρεις να αρθρώσεις ούτε λέξη. Παρά θα στήσεις πάλι έναν ένοχο κυκλωτικό χορό σιωπής, γύρω από τον εαυτό σου.

Έν πάση περιπτώσει, ας εισέλθουμε στο κυρίως ειπείν θέμα μας: Δελτίο καιρού.

Χαλάει ο καιρός στο κυβερνιστάν.
Θα ορκιζόμουν ότι κάτι τέτοιο δεν θα ταν δυνατό να συμβεί εντός των λαμπρών Ηλυσίων πεδίων του δικτύου. Κι όμως, χαλάει. Οι δαιδαλώδεις δρόμοι ταχείας κυκλοφορίας των ¨ψηφιακών¨ δια-συστημάτων, κινδυνεύουν στο τέλος, από ένδοξοι λεωφόροι της ιερής επικοινωνίας να αποδειχτούν ότι είναι, -και να καταλήξουν να είναι- η δύσβατη και μυστική Αλοπαία Ατραπός* της ανθρώπινης συνεννόησης . Όχι, δεν είμαι η Κασσάνδρα, η τραγική κόρη του Πριάμου, που έβλεπε το κακό με δρασκελιές να πλησιάζει ενώ κανείς δεν την πίστευε, είμαι όμως αναμφίβολα ο Kostis-b, και ως γνήσιος τέτοιος, οφείλω πίσω από την ηλιοφάνεια και τον αίθριο καιρό, στο βάθος του ορίζοντα, να βλέπω σύννεφα.
Το γνωρίζω, πρόκειται για μια προσωπική κατά-δικιά μου διαστροφική αντίληψη … παρόλα αυτά, ο καιρός στο βάθος χαλάει.
Επιδείνωση από τα βορειοδυτικά, με χαμηλές πιέσεις. Νέφη επί νεφών σωρεύονται μολυβένια. Χαλάει ο καιρός..
Έπιασε ξεροβόρι και τα mails εξατμίζονται στον αιθέρα. Οι σελίδες κοινωνικής δικτύωσης, με τις ευφυείς προωθητικές ενέργειες τους (είσαι φίλος-γίνε μέλος), απ΄τη μια αυξάνουν γεωμετρικά το εύρος συμμετοχής χρηστών, απ΄ την άλλη ως υψιπετείς θημωνιές μηδενικού βάρους, παγιδεύονται λίγο κάτω απ΄ το επίπεδο της στρατόσφαιρας. Συμπαρασύροντας μαζί τους όλες τις συνημμένες λίστες ακάουντερς. Λίγο ακόμα και θα μπούν όλοι μαζί σε τροχιά , στο outer-space του κυβερνοσύμπαντος.
Ως και ετούτα τα κακόμοιρα βλογς συναχώθηκαν και πάσχουν πλέον (και αυτά) από επιταχυνόμενη μετανεωτερικότητα, της κακιάς ώρας. Βρέχει ενημέρωση. Εφεξής πρέπει να λογίζονται ως οπτασίες που αναβοσβήνουν σαν κωλοφωτιές** στο σκοτάδι. Ριπιδίζουν φως με ρυθμό δηλωτικό του ευτελισμού, του ατιμολόγητου ορθού δικτυακού λόγου τους. Ανάερα, περιφέρονται ως στοιχειά, μέσα στο υγρό, πυκνό και δυσεξιχνίαστο δάσος με τις τρανές αιωνόβιες σεγκόγιες του δικτύου. Τα άμοιρα ευ-βλογ-ημένα, ως άλλα τρελά και φρικτά εκτοπλάσματα, παραφυλάνε και σκιάζουν τους λιγοστούς (ή περισσότερους), ανυποψίαστους (ή υποψιασμένους) περαστικούς. Λες και δρούνε για να ξεπληρώσουν τις ανεξόφλητες οφειλές τους, έναντι ενός άκαρδου μάγου που διαφεντεύει τις τύχες τους. Όπως ακριβώς σε κείνους τους παλιούς μεσαιωνικούς μύθους .
Το υποφαινόμενο βλογ για παράδειγμα, νυχθημερόν με ικετεύει να το βοηθήσω. Να το λυτρώσω. Να λύσω τα μάγια και να το θεραπεύσω. Πώς όμως; Δεν διαθέτω τα μέσα. Πώς να γιατρέψεις με χειρομαλάξεις ένα φασματικό ον; Πώς να ανακουφίσεις με φυσιοθεραπεία κάτι που δεν διαθέτει “φύση”; Μόνο ένα delete το σώζει.
(κάνε το επιτέλους! μας τα ΄πρηξες***!)
Εν ονόματι της άυλης υπόστασης των βλογς, επικαλούμαι τoν digital ουμανισμό σας, και σας ικετεύω με τη σειρά μου, να αντιμετωπίσετε την κατάστασή τους με κατανόηση. Χωρίς μικροψυχία. Ή, χωρίς τουλάχιστον, την αγοραία πόζα του political correct ώριμου αναγνώστη.
Το γεγονός ότι υπολείπονται απτής μάζας, δεν τα εμποδίζει ενίοτε να μεγαλουργούν, αλλά συνάμα ποτέ δεν τα εμπόδισε να εγκλωβιστούν, τα άμοιρα, εντός μιας αδρανούς και συμπαγούς και επίβουλης υπερκατασκευής. Τα βαραίνει τα φουκαριάρικα αναίσχυντα η ανεξιχνίαστη, αβαρής , σκοτεινή ύλη της αυτοαναφοράς τους.





*Αλοπαία ατραπός –η- : το μυστικό μονοπάτι δια μέσω του οποίου ο Εφιάλτης οδήγησε τους Πέρσες στις Θερμοπύλες.

** κωλοφωτιές: πυγολαμπίδες

***μας τα ΄πρηξες: (ιδιωμ.) (μεταφ.) μας διόγκωσες τους όρχεις με την συμπεριφορά σου.