Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2010

καφε-μπαρ ¨Βινύλιο¨

Τους κρυφάκουγα με την μέγιστη δυνατή διακριτικότητα, που ο περιορισμένος χώρος επέτρεπε, και η στιγμή συγχωρούσε. Αν μπορούσα θα διέκοπτα την λαθραία ακρόαση-έτσι τουλάχιστον θέλω να πιστεύω-. Ήταν όμως τόσο κοντά μου. Τα τραπέζια μας γειτόνευαν ασφυκτικά , και εκείνοι ήταν τόσο απορροφημένοι από τα τρέχοντα ζητήματα του βίου τους , ώστε η περιορισμένη γωνιά του μαγαζιού που μας φιλοξενούσε, τους φαίνονταν-υποθέτω- απεριόριστη , όσο ο κόσμος ολάκερος. Φαίνεται ότι, όταν είσαι-δεν είσαι σκάρτα δεκαεφτά και ερωτευμένος, η απεραντοσύνη του κόσμου δεν διαφέρει και πολύ από δύο-δυόμιση μισερά τετραγωνικά μέτρα μαγαζιού. Πάντως έχω καταλήξει ότι τα βραδινά μπαρ, παρά την πλανημένη επικρατούσα άποψη περί του αντιθέτου, είναι οι πλέον ακατάλληλοι χώροι για να κρύψει κανείς την προσωπική του ιστορία από τα μάτια και τα αφτιά κάθε τυχαίου αδιάκριτου. Οι εύθραυστες και αδύναμες φράσεις των διπλανών έρχονται στ΄ αφτιά άθελά σου και τα χαϊδολογούν, συμπληρώνοντας τις δικές σου μισοσπασμένες και αδέσποτες φράσεις. Στο κάτω κάτω με βρήκαν, δεν τους βρήκα. Ιδία πρωτοβουλία στρωθήκαν στο διπλανό τραπέζι. Νέοι, ωραίοι, κοντά στα δεκαεφτά, (τόσο τους έκοψα). Τι να κανα; Κρυφάκουγα τα τιτιβίσματά τους.
Δεν επρόκειτο όμως για τα τυπικά, μακρόσυρτα και λίγο σαλιάρικα κελαηδίσματα των ερωτευμένων τρυγονιών.
Εκείνη πρώτη του παραπονέθηκε ότι δεν εκτιμήθηκε, από μέρους του ποτέ, η δύναμη του έρωτα που ένοιωθε για κείνον. Εκείνος, ελαφρώς πιωμένος, αλλά αρκετά μακριά ακόμα από τα σύνορα της μέθης, διέθετε την διαύγεια και την υπομονή να την διαβεβαιώνει ρητά ότι, ο λόγος που ανεχόταν τη γκρίζα ζωή του, ήταν αποκλειστικά ένας: το γεγονός της ύπαρξής της. Οι νέοι επιδεικνύουν ενίοτε θαυμαστές επιδόσεις τόσο στα σκληρά ποτά, όσο και ιδιαίτερη έφεση στις αιώνιες υποσχέσεις, και σίγουρα βέβαια, εξαιρετικές αντοχές στις εξαντλητικές συζητήσεις.
Τα αντικείμενα γύρω τους, το τραπέζι, το τασάκι, το κεράκι, τα ποτήρια, η παρακείμενη γλάστρα με τον φίκο, οι καρέκλες, διαβουλεύονταν μαζί τους , χωρίς κι αυτά να καταλήγουν πουθενά. Ήταν φανερό, υπήρχαν ένα σωρό πράγματα που δεν ήξεραν, και άλλα τόσα που δεν θα τους ενδιέφερε ποτέ να μάθουν. Μέσα σε ένα λαβύρινθο αντικατοπτρισμών, έμψυχα και άψυχα, παίζανε μια στημένη παρτίδα γενικευμένης ερωτικής αναξιοπιστίας. Ειλικρινά θα ήθελα να απέχω από αυτήν την παρτίδα. Δεν αντέχουν πλέον οι ώμοι μου το παιχνίδι, ούτε ως θεατή, ούτε ως ακροατή. Αμ δε όμως! Η αρωστημένη μου εμβρίθεια στην παρατήρηση δεν μ΄ άφηνε να αγιάσω. Και συνέχισα να ακούω.

(Το θεμελιώδες πρόβλημα στην συναγωγή συμπερασμάτων ως αποτέλεσμα συστηματικής παρατήρησης, βρίσκεται στο γεγονός ότι τα αντικείμενα της παρατήρησης δεν μένουν ανεπηρέαστα από την δράση του παρατηρητή. Ο παρατηρητής-υποκείμενο της παρατήρησης-, θέλει δεν θέλει, μεταβάλει δραματικά το παρατηρούμενο αντικείμενο και μοιραία μεταβάλει και το τελικό συμπέρασμα που θα συνάγει. Θα μου πείτε τώρα αυτά αφορούν τον μικρόκοσμο και την κβαντική φυσική και όχι το παιχνίδι που παίζεται μεταξύ δύο ερωτευμένων. Κι όμως, σύμφωνα με την θεωρία των παιγνίων, ένα παίγνιο διαφέρει από μια πραγματική κατάσταση στο ότι πραγματώνεται κάτω από ορισμένες συνθήκες και σύμφωνα με αυστηρά καθορισμένους κανόνες. Εδώ οι συνθήκες διερράγησαν, και οι κανόνες πήγαν περίπατο. Άρα το παιχνίδι άλλαξε. Διότι εντωμεταξύ προέκυψε παρατηρητής. Τι και αν ξεκίνησε ως παίγνιο δύο προσώπων. Υπήρξε κρυφός τρίτος παίκτης. Φουνταριστός.)


Αυτήν τώρα, έμοιαζε να μην είναι σίγουρη για τίποτα. Το κατέδιδαν άλλωστε ξεκάθαρα τα όμορφα μάτια της. Ήταν φανερό, υπολειπόταν κάθε είδους σιγουριάς. Ακουμπούσε πότε πότε το μέτωπό της στον ώμο του και τα καστανά μαλλιά της χυνόταν πάνω στο τραπεζάκι, πάντα με κίνδυνο να γίνουν παρανάλωμα από το μονίμως αναμμένο τσιγάρο του, και το αναμμένο κεράκι. Ασυναίσθητα, έλεγξα με μια ματιά αν το κατάστημα διέθετε τα προβλεπόμενα μέσα πυρόσβεσης σε εύκολα προσβάσιμη θέση. Η προνοητικότητα του μεσήλικα, βλέπετε.
Αυτόν , καθώς τον άκουγα να παλεύει φιλότιμα να ανασκευάσει τις ίδιές του τις αντιφάσεις και συγχρόνως να βουλιάζει όλο και πιο βαθειά σ΄ αυτές, τον φαντάστηκα μικρό αγοράκι να ξυπνάει τρυφερά, να ανοιγοκλείνει τα μισοκοιμισμένα μάτια του, και να απλώνει τα χέρια ψάχνοντας την σιγουριά της αγκαλιάς της μάνας του. Την βρήκε άραγε;
Αμφότερους τους βρήκε η ενηλικίωση αβέβαιους για το παν. Θα σπουδάσουν άραγε;
Θα είναι ελεύθεροι να κάνουν όπως θέλουν; Θα πάει φαντάρος; Θα μείνουν μαζί; Θα ζήσουν μαζί; Θα κάνουν παιδιά; Θα είναι σε καλύτερη μοίρα απ΄ αυτήν των γονιών τους; Το κατακάθι της μελλοντικής τους ιστορίας βάραινε σαν κουρσούμι, στο ανάλαφρο παρόν τους.
Δεν μπορώ να πω ότι δεν με γοήτευσαν. Δεν μπορώ να κρύψω ότι ένοιωσα μια κρυφή συντροφικότητα μαζί τους. Τους απωθούσε η κτηνωδία της κάθε βεβαιότητας , όπως τα σκόρδα τους βρικόλακες.
Ήταν φανερό ότι η τζάμπα μαγκιά της βιταλιστικής σιγουριάς τους καταρράκωνε, και οι κομπασμοί της βεβαιότητας του περίγυρου, τους ταλαιπωρούσε βάναυσα.. Τους άρεσε η ζωτικής σημασίας, αλανιαροσύνη της αμφιβολίας. Σχεδόν τους λυπόμουν. Οι αναπάντητες ερωτήσεις, του σχεδόν ενήλικου βίου τους, έπαιρναν φωτιά επάνω στο τραπέζι , και καίγαν το σιδερωμένο τραπεζομάντιλο και κάθε τσαλακωμένη υπόσχεση.
Πρέπει να παραδεχτώ, αν και κουβαλώ τα υπερδιπλάσια χρόνια, ότι ο σικ τρόπος και η γλυκιά θλίψη με την οποία αμφέβαλαν, περιείχε μαεστρία και επαγγελματική σαφήνεια, εφάμιλλη εμπειροτέρων παικτών.



Για αυτήν, προδοτικός καταδότης, όπως είπαμε, ήταν τα μάτια της.
Γι αυτό και τα μυστηριώδη μαύρα γυαλιά της, μεγάλα σαν οθόνες δεκατεσσάρων ιντσών, που ανεβοκατέβαζε με συχνότητα πενταλέπτου, από το μέτωπο στα μάτια και από τα μάτια στο μέτωπο.
Αυτόν τον πρόδιδαν τα ατέλειωτα αγχωμένα τσιγάρα.
Γι αυτό και τα τρία εικοσιπεντάρια πακέτα, σε παράταξη δίπλα στο κινητό και στα κλειδιά .

Κάθε που στερέωνε τα μαύρα γυαλιά της στο μέτωπο, τα μάτια της αποκάλυπταν την πραγματική της υπόσταση.
Κάθε, που το επόμενο τσιγάρο αναφλεγόταν , το ντουμάνι σκίαζε τα αμήχανα χείλη του.
Κάθε που τα μαύρα σύννεφα της αμφιβολίας, για άλλη μια φορά, έσκυβαν πάνω στο νου τους, αυτήν κατέβαζε τα κεπέγκια -μαύρα γυαλιά στα μάτια της, κι αυτός άναβε ένα τσιγάρο.
Φορώντας τα γυαλιά ενδυόταν μια αποκριάτικη χάρτινη πανοπλία . Αρκούσε μια βροχούλα, για να λειώσει το χαρτί,
και να την αφήσει γυμνή στην άβολη θύελλα της αβεβαιότητας, ξανά.

Το βράδυ είχε προχωρήσει αρκετά. Το καφε-μπαρ ¨Βινύλιο¨ γέμισε κόσμο.
Ήταν ερωτευμένοι; Δεν ήταν ερωτευμένοι; Υπήρξαν κέρδη; Υπήρξε χασούρα;
Θα χαν περάσει τρεις ώρες και ουδείς πλέον ήταν σίγουρος για την απάντηση, στην ακούσια παρέα των τριών μας.
Κατά πως φαίνεται, σίγουροι δεν θα είναι ποτέ για τίποτα.
Βέβαιοι δεν θα είναι ποτέ για κάτι.
Πλήρωσαν και έφυγαν. Επιτέλους
Στην απίθανη περίπτωση που τους ξανανταμώσω θα ναι εξαιρετικά απίθανο να ξανα καθίσουμε τόσο κοντά . Σχεδόν αδύνατο. Δυστυχώς.
Φαντάζομαι όμως ότι θα συνεχίσουν να είναι γλυκύτατοι,
και ζεστά παραπονιάριδες ενώπιον των αμφιβολιών τους.
Η μοναδική σιγουριά στο τραπέζι τους, ήταν η ομορφιά της.
Στο δικό μου τραπέζι …επίσης.

6 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

απίστευτο ρε Κωστή !
σαν να το '΄βλεπα...

Κ.Κ.Μ.

kostis-b είπε...

thanks :-))

theorema είπε...

Από τις πιο αγαπημένες μου (κακές) συνήθειες.
Σας καταλαβαίνω από πρώτο χέρι :-)

kostis-b είπε...

theorema,

χε,χε...δεν το συνηθίζω,
αλλά κάποιες φορές αποδεικνύεται εποικοδομητικό. Για να μην πώ απολαυστικό,...χε,χε

καλωσήρθατε

Ανώνυμος είπε...

"Το κατακάθι της μελλοντικής τους ιστορίας και το ανάλαφρο παρόν τους."

Στα 17 μου έβλεπα και γω το παρόν μου ανάλαφρο και το μέλλον μου ρόδινο...ροζ φιόγκους, πεταλούδες και πούπουλα...22 χρόνια μετά θαρρώ πως άλλαξαν λίγο(!) τα πράγματα...Γυρίστε με πίσω και γρήγορα!

Λένα

kostis-b είπε...

Λένα,καλωσήλθατε.
Η διεύθυνση του ιστολογίου σας εύχεται καλή επάνοδο στα 17. :-)
Εμείς ακόμα το παλεύουμε, αλλά η χρονομηχανή μας ρετάρει. :-))