
στα απλά μέλη,
στους αγνούς φιλάθλους,
Λειτουργεί με απώτερο σκοπό την καλύτερη εξυπηρέτηση του "τίποτα"... αλλά και του "κάτι" ......................................................................................................................................................................................................................................................................................
«Μην ψάχνεις για γλυκόλογα και τρυφερούς τρόπους
κατασκευασμένης συνεννόησης με τους άλλους.»
έλεγε στον εαυτό του συχνά.
«Εσένα σου χρειάζεται μια κανονική και ικανή γλώσσα…
ακριβής και δραστική»
συνέχιζε με ύφος αυστηρού πατέρα, νουθετώντας τον εαυτό του.
«Σου αρκεί μια συλλογή φρόνιμων και σοφών παροιμιών»,
συμπλήρωνε.
καταβύθισης στις μολύνσεις και στις ιώσεις…
στην τρέλα και στην κατάθλιψη των πολλών…
στην απολεσθείσα συνειδητότητα των αχθοφόρων αδαών…»
Τέτοιους επικίνδυνους ακροβατισμούς επιφύλασσε
για τον εαυτό του.
Και ενώ την μια έλεγε «Ιδού εσύ…» μπρος στον καθρέφτη,
αυτοθαυμάζοντας τον αυτάρκη κυνισμό του,
και τον μοναχικό ορθολογισμό του…
την άλλη, ως Δον Κιχώτης, πετροβολούσε την πανσέληνο.
Είχε ετοιμάσει φέτος, και είχε οργανώσει με επιμέλεια ,
την χειμερινή του επίθεση. Μοιραζόταν τον καναπέ
μπρος στην τηλεόραση με πιστούς και αχώριστους
συμμάχους: betadin, οινόπνευμα, αποστειρωμένα
χαρτομάντιλα, απιονιστή αέρα, αντιπυρετικά,
αντιβιοτικά, κορτιζόνη για τον φόβο των αλλεργικών σοκ,
και κάπου κάπου κάνα lexotanil. Ο καναπές του
ήταν το θέατρο των μαχών του, εκεί πολεμούσε
τους δαίμονες και γιατροπόρευε τον εαυτό του.
Πάνω σ΄ αυτόν, ξυπνούσαν τα τελώνια που τον ορέγονταν.
Ακάραια και μικρόβια, μύκητες και βακτηρίδια , ιοί,
αραχνίδια, μαινάδες, ερινύες, καρτσαμπάδες
και κάθε είδους μικροοργανισμοί.
Αυτοάνοση παλαβομάρα, και σαρκοβόρος ιαματικός τρόμος,
που κανείς γιατρός δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει.
Στην τσέπη είχε πάντα αντιτετανικό και αντιλυσσικό ορό
δια παν ενδεχόμενο. Μην τον δαγκώσει ο εκτυπωτής
στο γραφείο, μην τον γρατσουνίσει κάνας συνδετήρας,
μην τον αγκυλώσει κάνα τριαντάφυλλο,
μην τον προδώσει καμιά ματαιωμένη προσμονή.
Χρόνια τώρα αγαπάει να απεχθάνεται όσους θεωρεί
«άσχετους» , αυτός ο γητευτής τον νοσηλευτών,
ο τιμωρός του εθνικού συστήματος υγείας,
το άχθος των ασφαλιστικών ταμείων,
ο εραστής των διακεκριμένων διαγνώσεων,
ο φόβος και ο τρόμος των ανυποψίαστων και των αδαών
που δεν μπορούν να φανταστούν πόσοι κίνδυνοι
επιβουλεύονται την υγεία τους καθημερινώς,
ο οξυδερκής ανθρωπομέτρης κάθε ασυγχώρητης
αδυναμίας και κάθε θλιβερής εξάρτησης.
Η ανυπαρξία «πλοκής» στο καθημερινό σίριαλ
της υγείας του, τον κουράζει.
Πάντα έπλαθε ένα σενάριο συνομωσίας
των μικροοργανισμών εναντίον του, που τον
κρατούσε σε κατάσταση κόκκινου συναγερμού.
Και οι χειραψίες προσεκτικές…Πάντα έτοιμος
να απολυμάνει όποιο σημείο του σώματος ερχόταν
σε επαφή με «ξένο» σώμα.
Τελευταία, στα φιλιά και στα χάδια των ερωτευμένων,
στο δρόμο και στα παγκάκια του πάρκου, βλέπει αμοιβαία
προσχεδιασμένη αυτοκτονία.
Στις κοινόχρηστες τουαλέτες των εστιατορίων βλέπει
να μπαινοβγαίνουν μελλοθάνατοι.
Ικανός να ρίξει σε κρίσεις πανικού, απόγνωσης και κατατονίας
γειτόνους, γνωστούς, συναδέλφους, συγγενείς, νοσηλευτές,
γιατρούς, γυναίκες και άντρες.
«Κοφτερή και αμείλικτη» την θέλει την επικοινωνία…
Δραστική σαν ενδομυϊκή ένεση.
Γραμμική σαν καρδιογράφημα νεκρού.
Κατανοητή και σαφής σαν λίστα αντενδείξεων αντιβιοτικού.
Σταράτη σαν ιατρική διάγνωση…
Τις συνταγογραφήσεις των αναρίθμητων γιατρών,
που κατά καιρούς τον εξέταζαν και τον κουράριζαν,
τις αρχειοθετούσε με προσοχή.
Τις κατέτασσε ανάλογα με την λογοτεχνική
και φιλολογική τους αξία. Διέκρινε ποικιλίες ύφους,
ρυθμού και διάθεσης. Τις έκρινε για την γλωσσική
τους αρτιότητα και την εννοιολογική τους καθαρότητα.
Ανακάλυπτε σ΄ αυτές ποιητική διάθεση, όταν υπήρχε,
και τις διέκρινε ανάλογα με τον βαθμό υπαρξιακής
αγωνίας που έκρυβαν, και φιλοσοφικής ενατένισης
που απέπνεαν.
Σε κάποιους συνταγογράφους–γιατρούς αναγνώριζε
εξαιρετικό ταλέντο και γραφή υψηλής ιαματικής αξίας.
Στις επιστολές-υπομνήματα που τους έστελνε,
φρόντιζε να είναι ελεγχόμενα εγκάρδιος,
πλην όμως πάντα λακωνικός και ευθύς. Σε κάποιους έκανε
παρατηρήσεις και διορθώσεις που αφορούσαν στο ύφος
και στην ηθική διάσταση των συνταγογραφημάτων τους.
Τα γραμματικά και συντακτικά λάθη, βέβαια,
επιπλήττονταν και κατακεραυνώνονταν δίχως έλεος.
Αλλά, όλα αυτά μέχρι χθες…
Χθες έλαβε ένα γράμμα που κλόνισε
όλο τον θίασο των φαντασμάτων του.
Χθες, η κτηνώδης και αξιοθρήνητη σιγουριά του, ηττήθηκε.
Χθες κάποια, του έστειλε μια νεροποντή και τον έκανε λούτσα.
Χθες, η κρυφίως έρπουσα βαρβαρότητά του, εξημερώθηκε.
Χθες, οι πανούργες αλυσιτελείς αιτιάσείς του, ψόφησαν
σαν φαρμακωμένα σκυλιά.
Ο λόγος ήταν προφανής: ερωτεύτηκε.
Κοντούλα και όμορφη, με μάτια αστρίτη,
και καρδιά βαρβάτου αλόγου ιπποδρομιών.
Το έτερο δυνατό σημείο της, που τον γοήτευσε
και τον συνεπήρε, ήταν η αφηγηματική της δεινότητα.
Ώρες ολόκληρες του διηγούνταν τη ζωή της.
Ο συναρπαστικός αφηγηματικός της τρόπος,
σε συνδυασμό με το βαθύ σαν πηγάδι μνημονικό της,
την έκανε να μοιάζει στα μάτιά του, ελάχιστα
«κοντύτερη» απ΄ τον Όμηρο, ισοϋψής σχεδόν
ενός Ηρόδοτου, και εφάμιλλης τεχνικής επάρκειας
ενός Χόρχε Λουί Μπόρχες.
Χωρίς καλά-καλά να το γνωρίζει ο ίδιος,
του είχε πάρει το μυαλό.
Εκτός από το μυαλό όμως, του είχε πάρει,
κατ΄ επανάληψη, και την πίεση. Του είχε μετρήσει
το ζάχαρο, τα τριγλυκερίδια και το ουρικό οξύ.
Όλα αυτά λίγους μήνες πριν. Κατά την περίοδο
της παραθέρισης του στη Σκόπελο, τον περασμένο Ιούλιο.
Συγχρόνως με την ειδικότητα της, έκανε το «αγροτικό» της
στο κέντρο υγείας του νησιού. Και εκεί γνωρίστηκαν.
Ο τρόπος που του είχε προτείνει, μια πιο ήπια αντιμετώπιση
της υπέρτασης χωρίς φάρμακα, και ο έγκυρος και πειστικός
της λόγος για τους ισχαιμικούς κινδύνους που ελλοχεύουν
στη κακή διατροφή, λόγω του σακχαρώδη διαβήτη τύπου Β΄,
τον είχαν εντυπωσιάσει. Κυρίως όμως, του
είχε καρφωθεί, σαν ψαροκόκαλο στον ουρανίσκο,
η κουβέντα που του είχε πει την τελευταία μέρα
των διακοπών του, λίγο πριν μπει στο καράβι για Βόλο:
« κάποια στιγμή θα σου αποδείξω πως ο λαβύρινθος
που νομίζεις ότι είσαι, δεν είναι παρά μια ευθεία γραμμή…»
Από τότε είχαν γεμίσει τα άπειρα ερμάρια του νου του,
απ΄ αυτήν.
Ως που χτες έλαβε το γράμμα...
(συνεχίζεται)
Νάμαστε και πάλι στην αφετηρία.
Κυκλικά αενάως επανερχόμαστε.
Όπως στο βουδιστικό Ζεν,που είναι και της μόδας
στα Κολωνάκια.
Νάμαστε και πάλι στην ακτή και αγναντεύουμε
την ιστορία του απέραντου ανοιχτού
πελάγου των ανθρώπων.
Εδώ στη γλυκιά θαλπωρή των γνώριμων πραγμάτων.
6 δισεκατομμύρια άνθρωποι,
6 δισεκατομμύρια όνειρα για μία και μόνη γη.
3 δισεκατομμύρια παιδιά,
3 δισεκατομμύρια εκδοχές για έναν μοναδικό κόσμο.
3 δις παιδιά… με τα ρολόγια τους σταματημένα
σε έναν άλλο χρόνο, (στον χρόνο της λευκής και αθώας,
άγραφης σελίδας). Παίζουν αποροφημένα, αγνοώντας
τον κίνδυνο των γραφιάδων, που καραδοκούν να μουτζουρώσουν
τις σελίδες. Με το μυαλό στραμμένο στην μοναδική άρνηση
του πένθους: Στο παιχνίδι.
Αφοσιωμένα τα σκασμένα, δίχως όρους, στο παιχνίδι τους,
γίνονται αυτόπτες μάρτυρες των πιο φανταστικών
περιστατικών.
Γίνονται ήρωες των πιο ανομολόγητων περιπετειών.
Με πειρατές και σμιλόδοντες, με ετεροδοντόσαυρους
και ληστές, με βασιλοπούλες και φαντάσματα,
με φράχτες και πράσινους αγρούς.
Παίζουν… Κι οι γονείς τους τα κοιτούν έκθαμβοι,
καθώς τα δικά τους φαντάσματα ριγούν και πέφτουν
φοβισμένα κίτρινα και θλιβερά, σαν φύλλα του Οκτωβρίου.
Καθώς παίζουν τα άτιμα, συντονίζονται, σχεδιάζουν
και χοροστατούν σε μια εκκωφαντική διακήρυξη-καταγγελία ,
κατά του οκνηρού πνεύματος και της δύσμορφης ψυχής,
κατά του καψερού ναρκισσισμού και της κακομοίρικης
ματαιοδοξίας, κατά των μακάβριων υποκατάστατων
της πραγματικής ζωής, κατά της βρωμερής «σάλτσας»,
στα έγκατα της οποίας σιγοβράζει κάθε ταπεινό συμφέρον,
ενάντια σε κάθε τζάμπα χαμένο καλοκαίρι,
ενάντια σε κάθε τι που φράζει το δρόμο προς την γλυκιά
ανταπόκριση του άλλου, ενάντια σε κάθε τι που χωνεύει
το παν μέσα σε ένα καζάνι νεκρής από καιρό εμπιστοσύνης.
Διότι μια και μόνο προϋπόθεση χρειάζονται τα παιδιά
για να συνεχίσουν απρόσκοπτα το παιχνίδι τους:
την εμπιστοσύνη.
Η γενικευμένη έλλειψη της, είναι πλέον ολοφάνερη,
σε τέτοιο βαθμό, και με τέτοιο τρόπο, ώστε δεν το παρατηρεί
και δεν το αντιλαμβάνεται κανείς.
Εν τέλει, μόνο παίζοντας «οικεί στ΄ αλήθεια ο άνθρωπος,
στη γης ετούτη…»
Να εκδύεται κάθε βεβαιότητας, και να αφιερώνεται
στο παιχνίδι. Τώρα οι λάβροι ατμοί του «κομμωτηρίου»
περιζώνουν και απομυζούν το κεφάλι της μαμάς,
και οι υψηλές συχνότητες της λεγόμενης «πραγματικότητας»
αποστεγνώνουν το φαλακρό κρανίο του μπαμπά.
Με ρηχή πομπώδη σιγουριά κάθονται
και άμα αποφάνε το σούσι τους...
αίφνης, μεταμορφώνεται η πλατεία Κολωνακίου
σε fitness βουδιστικό μοναστήρι, και ρωτάνε:
«Έφτασες στο Ζεν, ή ακόμα αγάπη μου;»
Και απαντάει η ηχώ τους:
«κάνω διάλειμμα για να δω Δρούζα,
και θα συνεχίσω μετά…Μπορώ;»
Και να φανταστείς, όταν ήταν μικρότεροι
τους «έφτανε ένα νεκρό σπουργίτι για να τους κάνει να πονάν».
Ακούω το τρεχαλητό των παιδιών μες στο σπίτι,
ημιθανής στον καναπέ.
Οι γυμνές πατούσες «πλατσουρίζουν» πάνω στο μωσαϊκό
και χτυπούν σαν ταμπούρλο τα σανίδια.
Κάποιες φορές με τσαντίζουν που κάνουν θόρυβο και δεν
μ΄ αφήνουν να ησυχάσω.
Άλλες φορές τα ψάχνω, σαν τον τυφλό με το λύχνο,
μέσα στο σκοτάδι. Σαν μέσα σε κάποιο ακαθόριστο, θολό,
σβησμένο απ΄ τα χρόνια όνειρο.
Αυτά είναι εκεί και τρέχουν. Μάλλον εγώ είμαι κάπου αλλού.
Βαστούν σφιχτά στο χέρι το πιο όμορφο καλοκαιρινό κοχύλι,
με την ίδια σιγουριά και αυταπάρνηση που θα βαστούσαν
τις τύχες του σύμπαντος στα χέρια τους.
Έτσι κοιτάν οι γονείς τα παιδιά. Σαν παρατεταμένα σήματα
μορς προς το μέλλον. Σαν αναβοσβήματα ασθενούς
φάρου στο πέλαγο, που "σημαίνουν" την υστεροφημία τους
στην επόμενη στεριά.(γενιά)
Αλλά, αυτό είναι μια ψευδαίσθηση,
από την οποία δύσκολα ξεφεύγεις.
Μια βολική αυταπάτη.
Τα παιδιά δεν είναι των γονιών τους,
είναι κυρίως του εαυτού τους.
Κι αν πρέπει ντε και καλά να είναι παιδιά κάποιων…
... τότε είναι ολονών.
Αγουροξυπνημένος μπαίνει κάθε χρόνο τέτοιον καιρό.
Πάντα αξιοπρεπής, δίχως δισταγμούς,
με ποικιλία ύφους, «φιλολογικός», «θεωρητικός»,
με ραφινέ επιθυμίες στην αρχή.
Δίχως σοβαρά γραμματικά και συντακτικά λάθη.
Σεμνός και ταπεινός, σαν προϋπολογισμός.
Εντός του, ενδημεί, μια συλλογή φρόνιμων παροιμιών.
Γύρω του θα περιστρέφονται «μελίσσι» οι μέρες.
Αγουροξυπνημένος μπαίνει κάθε χρόνο ο Οκτώβρης .
Κοφτερός και γρήγορος σαν πριονοκορδέλα, τελειώνει.
Χωρίς καλά-καλά να προλάβει να δώσει επίδομα θέρμανσης
στις ώρες του.
Πέρασαν ήδη δέκα ημέρες από τις εκλογές
και η λαίλαψ των μηνυμάτων που εξεπέμφθη,
αρχής γενομένης από το «εκλογικό σώμα»,
δεν λέει να κοπάσει.
Τοιουτοτρόπως, (ο πληθωριστική παραγωγή, εκπομπή
και λήψη μηνυμάτων), απειλεί να καταστήσει άχρηστο
όλο το δίκτυο διαχείρισης και επεξεργασίας
των ομβρίων μηνυμάτων.
Ευκρινέστατα διαφαίνεται πλέον, πως η ακατανίκητη
έξις του «εκλογικού σώματος», να παράγει μηνύματα
κάθε είδους, το έχει εξαντλήσει, και δεν θα του βγει σε καλό.
Αμάχητη ένδειξη, ή μη τεκμήριο, αποτελεί
η πρόσφατη φωτογραφία, προερχόμενηαπό την πρώτη γραμμή
του μετώπου.
Το «όλον» Σώμα των μηνυμάτων, υπερτροφικό
και ανεξέλεγκτο, καταπλάκωσε το άμοιρο «εκλογικό σώμα».
Το οποίο εμφανώς αδυνατισμένο, εντός μόλις δέκα ημερών,
αδυνατεί να επεξεργαστεί επαρκώς τον όγκο των μηνυμάτων
που το ίδιο παρήγαγε. Xάνοντας και την τελευταία
ικμάδα «λαϊκής βούλησης».
Λίγο πριν το ξημέρωμα ακούστηκε
ένας ήχος φρέσκος, χρωματιστός, κρουστός…
Σαν πόρτα που άνοιξε χαρούμενα.
Ήταν μια έκπληξη για ΄κείνον. Το πρόσωπό του...
στην οθόνη του τελευταίου πρωινού ονείρου.
Δροσερές μνήμες από έντονα χρωματισμένα λαχανικά,
πράσινα, κόκκινα, από το παλιό μπαξεδάκι του σπιτιού.
Η κερασιά που σκαρφαλώνανε και που ένα πρωί
την έκοψε ο σκαιός υλοτόμος, για να εξυπηρετηθούν
οι ανάγκες επέκτασης του σπιτιού.
Οι δυό τους λείπανε στο σχολείο,
ανυποψίαστοι και ανήμποροι να υπερασπιστούν
την κερασιά τους.
Το τρυφερό προσωπάκι του αδερφού του…
Όχι. Δεν θέλει να τον τρώει σαν βαθύ μυστικό,
εκείνη η σπίθα από τα μάτια του.
Θέλει νωχελικά, δίχως ένταση, να την εκμυστηρευτεί
στους φίλους του. Να την διηγηθεί στα παιδιά του,
σαν τραγουδάκι. Να την μεταγγίσει στο κορμί της.
Να την γράψει στο χαρτί.
Αισθάνεται μια αφόρητη χαρά όταν τον επισκέπτεται
στον ύπνο του.
Κουβεντιάζουν μαζί, ότι δεν μπορεί να κουβεντιάσει
με άλλους.
Ανέπαφα τα πρόσωπα και των δύο από τον χρόνο,
αφήνονται σε ένα κοίταγμα αδιάφορο,
με ένα αμυδρό χαμόγελο, όλο νοιάξιμο.
Και να που ξημέρωσε πάλι.
Στις 7 σηκώθηκε.
Στις 7: 30 ετοίμασε τα παιδιά για το σχολείο.
Στις 8 βγήκε στην αυλή.
Στέκεται, εκεί που άλλοτε ήταν η κερασιά…
εκεί που φτερουγίζει ο νούς…
Η γλίτσα των ετών και η μοχθηρή κοίτη των φτωχών
καθημερινών επιθυμιών δεν μπόρεσαν να σβήσουν
τις μνήμες. Ο υλοτόμος κόβει τα δέντρα , αλλά όχι
και τις νευρικές συνάψεις που τα "φιλοξενούν".
Κανείς δεν εννοεί να ξεχάσει ένα δέντρο που σκαρφάλωνε.
Μπήκε στο αυτοκίνητο με την ψυχή φουσκωμένη,
και το νου γεμάτο πρωινή δροσιά. Και ξεκίνησε.
«Ο νούς του είναι αληταριό, κι όλο θα δραπετεύει».
Ας πω και γω δυό λόγια για το «μήνυμα». Αναρωτιέμαι
ποιος είναι αυτός που θα αρνηθεί πως το «μήνυμα» είναι
πως η ένδεια του σαθρού πολιτικού λόγου είναι
αυτή που αποσυντονίζει κάθε όνειρο,
και κάνει την απόπειρα διατύπωσης της «ελπίδας»
να μοιάζει μάταιη. Οι λέξεις στην πολιτική δυστυχώς
έχουν χάσει τη δύναμη τους, και οι έννοιες την απήχηση τους.
Έτσι οι ψηφοφόροι τσαλαβουτούν αμέριμνοι στην
«παιδική χαρά» των κομμάτων-βιομηχανίες άγρας ψήφων,
με τις σημαίες ανά χείρας και το μυαλό κολλημένο
στο καινούργιο αυτοκίνητο που σκοπεύουν να αγοράσουν.
Θα μου πεις , αυτήν είναι η κοινοβουλευτική αγοραία
αστική δημοκρατία δυτικού τύπου. Είναι φτιαγμένη
από «νοικοκυραίους», στα μέτρα των «νοικοκυραίων»,
και απευθύνεται σε αυτούς.
Εντάξει είναι θετικό που η αριστερά αύξησε τις δυνάμεις της,
σε ψήφους και κοινοβουλευτικές έδρες.
Αλλά ας μην γελιόμαστε, δεν πρόκειται δα και για νίκη.
Η συντηρητική δεξιά νίκησε. Και ο σκοταδισμός των
βρυκολάκων τύπου Πλεύρη και Βελόπουλου
θάχει στο εξής επίσημο βήμα για να εκπέμπει το δηλητήριο του.
Που ξέρεις, ίσως οι πιο «πλουραλιστικές» κονταρομαχίες
στη βουλή, κάνουν της μόδας τα ρουστίκ
κοινοβουλευτικά έδρανα, και κινηθεί λίγο το κοιμισμένο
μυαλό του μέσου ψηφοφόρου, ο οποίος από σήμερα πάλι
θα αρχίσει να μετράει τα ευρώ ένα- ένα,
ώστε να καταφέρει να πληρώσει τα φροντιστήρια
του παιδιού του. Μπας και τα σπουδάσει, και ίσως τότε
καταφέρουν να ξεφύγουν από τη μιζέρια.
Το ΠΑΣΟΚ, κατά πως φαίνεται, απεκδύεται οριστικώς
και αμετακλήτως το κουρελιασμένο ένδυμα του πάλαι ποτέ
«Τρίτου δρόμου», και με νέο αρχηγό πιθανότατα,
έναν καθηγητή μεγαλοαστό-μεγαλογαμπρό ,
βαδίζει πρός τη λεωφόρο της συντηρητικής
«νοικοκυροσύνης» χριστιανικού τύπου. Ο Παπανδρέου τελικά
φταίει λιγότερο από όλους. Το παιδί άλλωστε είναι
ένας κληρονόμος.
Ο Καραμανλής ο Β΄ (ο επονομαζόμενος και «επικοινωνιακός»)
θα απευθυνθεί στο φιλότιμο μας, και θα ζητήσει «θυσίες»
για να μας επανιδρύσει επιτέλους.
Το τομάρι του αμνού που φοράει, δεν μπορεί να κρύψει
τον κουτσαβάκι λύκο-τοπάρχη.
Τα ράμματα που χει μαζεμένα για τη γούνα των εργαζομένων
θα φανούν συντόμως.
Μακάρι οι υπερσυντηρητικοί κουκουέδες
(διότι, άλλο κουκουές και άλλο κομμουνιστής)
να μπορούσαν να σταματήσουν να «εκκλησιάζονται» στις
ΚΟΒες, ανάβοντας κεράκια στα χαμένα μεγαλεία του σοβιετισμού,
και να καταλάβουν πως ο Πούτιν δεν είναι πλέον σύντροφος.
Και να καταλάβουν πως ο Καρατζαφέρης
δεν είναι ακριβώς το ίδιο με τον Αλαβάνο,
και πως δεν κινδυνεύουν από ενδημικό «αναθεωρητισμό»
άμα συνεργαστούν, όπου τέλος πάντων αυτό είναι εφικτό.
Η ένδοξη ιστορία του ΚΚΕ δεν μπορεί εσαεί να αποτελεί
το άλλοθι τους. Και που ξέρεις ίσως τότε ξανασκεφτούν
καλύτερα τους «εναγκαλισμούς» τους με κρυφοεθνικιστές
τύπου Ζουράρι και Κανέλλη.
Η όντως ευχάριστη αριστερή ποικιλομορφία
του ΣΥΡΙΖΑ άμα καταφέρει να αρθρώσει έναν
πιο ξεκάθαρο και κατανοητό λόγο
ίσως συμπαρασύρει κι άλλους. (από το ΚΚΕ,
κάποιους ίσως από το ΠΑΣΟΚ)
Κάποιους που έχουν λόγο να ελπίζουν σε μια απενοχοποιημένη
δίχως κόμπλεξ αριστερά, που δεν υπάρχει μόνο και μόνο
για να συμπληρώνει το «τοπίο»
με αριστερή γκρίνια.
Το οποίο τοπίο δείχνει (ερήμην της αριστεράς) να βουλιάζει
όλο και πιο πολύ στα σκατά.
1985.Φθινόπωρο.
Πάνω στη σκηνή του Παλαί ντε σπορ στη Σαλονίκη,
κάθεται ο «ορισμός» του ορμητικού ενστίκτου
και του αστραφτερού ταλέντου.
Ο πιο αρμονικά και μελωδικά αφοσιωμένος άνθρωπος…
Αφοσιωμένος απόλυτα στην μουσική φράση…
Συντονισμένος άψογα, ισορροπεί, και πυροδοτεί μια κιθάρα…
…την οποία κανείς ποτέ δεν μπόρεσε
να παίξει με τέτοιον τρόπο.
Σύντροφοι… ο, κατά κόσμον , Francisco Sanchez Gomez
με το σεξτέτο του,
ξύνει το σκληρό κέλυφος του παραδοσιακού flamenco,
σκάβει μέσα στις ρούμπες, τα ταγκό και τη τζαζ.
Και αποδεικνύει πως, το να πεις για αυτόν
το τετριμμένο: « πρόκειται για ιδιοφυΐα !» δεν αρκεί.
Ο Paco de Lucia είναι ο μύστης μιας από τις πιο άγριες,
πονεμένες, σκοτεινές και γοητευτικές μουσικές,
που γέννησε ο «λαϊκός» πολιτισμός: το flamenco.
Η ίδια ακριβώς παρέα.(γεια σου ξάρφε)
Δύο νεαροί επίδοξοι κιθαρίστες, ξεροχύνουν
καθώς οι μουσικές κλίμακες τρελαίνονται από την
«ασέλγεια» των απίστευτων δαχτύλων πάνω στην ταστιέρα.
Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2007 λοιπόν, στο θέατρο Γης.
θα ξεδιπλώνει το υποκριτικό του ταλέντο
στη σκηνή της πλατείας Αριστοτέλους,
με το βουκολικό δράμα «Γκόλφω, έλα σε μένα να σε σώσω».
ανθρωπιά της τέχνης του.
Η σύγχρονη ψηφοσυλλεκτική – σταυροαλιευτική
δεν έχει καταφέρει μέχρι τούδε να αναπτύξει μια ξεκάθαρα
διατυπωμένη και δομημένη μέθοδο καλλιέργειας,
ανάπτυξης και συλλογής ψήφων, καθώς και κατάταξης,
ταυτοποίησης και αλίευσης τελικά, των πολύτιμων
για τον ψηφοσυλλέκτη, σταυρών προτίμησης.
Ο δυστυχής ψηφοσυλλέκτης παραπαίει και πελαγοδρομεί
σε έναν ωκεανό απροσδιόριστων ψήφων και σταυρών
ως προς την υφή, το είδος, και την διαθεσιμότητα.
Δυστυχώς δεν υπάρχει ουδένας γενικός κανόνας
διάκρισης των ψήφων. Παρ΄ ότι ο προσδιορισμός
και η ταυτοποίηση των «ειδών» των ψήφων,
κρίνεται ως το κρισιμότερο σημείο κατά την διαδικασία
συλλογής τους, η «γενική θεωρεία των ψήφων»
βρίσκεται ακόμη εις εμβρυακό στάδιο και δεν ηδυνήθει
ακόμα να εισαγάγει μια ασφαλή μέθοδο ταυτοποίησης τους.
Οι ψήφοι, εν γένει, είναι αυτοφυείς.
Οι φήμες και οι δοξασίες περί της δυνατότητας συστηματικής
καλλιέργειας τους, ουδόλως ευσταθούν ,
και ενίοτε αποπροσανατολίζουν τον προαλειφόμενο
«ψηφοσυλλέκτη». Ο επίδοξος νεός ψηφοθήρας πρέπει
αρχικά να κατανοήσει ( και να σταθεί με προσοχή
σε αυτό το σημείο), ότι συχνά οι προσπάθειες
ομογενοποίησης, αποξήρανσης, αποθήκευσης,
κονσερβοποίησης των ψήφων, αποδεικνύονται
εξαιρετικά επιβλαβείς, διότι παράγουν ισχυρές τοξίνες.
Παρότι, οι παραδοσιακοί-εμπειρικοί ψηφοσυλλέκτες
συχνά συμβουλεύουν: «…μάζευε κι ας είν΄ και ρόγες…»,
οι διάφορες σύγχρονες θεωρίες συλλογής ,
( οι οποίες αισιοδοξούμε στο μέλλον να αποτελέσουν
έναν αυτόνομο και ολοκληρωμένο επιστημονικό κλάδο),
τονίζουν εμφατικά και συμφωνούν εν γένει,
στην ανάγκη εστίασης στο ζήτημα της φρεσκάδας
των ψήφων, κατόπιν προσεκτικής και επιμελούς
παρατήρησης των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους.
Δεδομένης, λοιπόν της αδυναμίας άντλησης
σταχυολογημένων συμβουλών- πληροφοριών ,
λόγω έλλειψης σχετικής βιβλιογραφίας,
η απόκτηση γνώσης μέσω της παρατήρησης των
ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και της συμπεριφοράς των,
αποτελεί την μόνη εγγύηση και προϋπόθεση
για την ασφαλή αναγνώριση του κάθε είδους ψήφου,
την κατάταξη του, και εν τέλει την τοποθέτηση του
εις την «μερίδα» μας.
Η μέθοδος ελέγχου και συλλογής
δια της «εις άτοπον απαγωγής δια της διαβολής»
(γνωστή και παλαιά) προσφέρει μια σχετικά ασφαλή
βεβαιότητα κατά την διαδικασία συλλογής.
Πρέπει όμως να εφαρμοσθεί προσεκτικά και με
ιδιαίτερη τεχνική δεξιότητα.
Λέει, φερ΄ειπείν, ο ψηφοσυλλέκτης απευθυνόμενος
στον υποψήφιο «ψήφο»:
«Ποιόν θα ψηφίσεις ; Αυτόν τον μαλάκα.;
ή μήπως θα ψηφίσεις τον άλλο τον ανόητο;».
Διαβάλλοντας ευσχήμως τους άλλους ψηφοσυλλέκτες,
χωρίς να αναφερθεί εκτενώς στην δικιά του συλλεκτική
προσπάθεια, οδηγεί εμμέσως πλήν σαφώς
τον «φέροντα ψήφο»(ψηφοφόρο) στην μοναδική
σωστή λύση. Τον εαυτό του. Εάν η ανταπόκριση του
«ψήφου» είναι θετική, ημπορεί ο ψηφοθήρ καταρχήν
να είναι ευτυχής. Διότι έθεσε ένα εύφορο πλαίσιο
διαπραγματεύσεων. Εάν είναι αρνητική
(π.χ. δηλώσει, ο φέρων την ψήφο, ευθαρσώς,
ότι θα πέσει στην μερίδα του μαλάκα) τότε
ο ψηφοσυλλέκτης πρέπει να σταθεί ψύχραιμος.
Μια αντιμετώπιση του είδους:
«…τέτοιος μαλάκας είσαι και συ,
τέτοιον μαλάκα θα ψηφίσεις» κρίνεται απαράδεκτη.
Αφ΄ενός διότι γκρεμίζει δια παντός τις
«γέφυρες επικοινωνίας», αφ΄ετέρου διότι δημιουργεί
ένταση στον ίδιο τον ψηφοσυλλέκτη,
δυσχεραίνοντας εξαιρετικά την δυνατότητα
αναστροφής του κλίματος,
δια της μεθόδου του «συναρμόζοντος οράματος»!
Το «συναρμόζον όραμα» (ω! τί μεθοδος)
κατά την εφαρμογή του, απαιτεί υψηλή τεχνική
κατάρτιση και καθαρό μυαλό.
Αρχίζει δηλαδή ο ψηφοσυλλέκτης, εκθέτοντας
τα όνειρα του για ένα καλύτερο μέλλον, σύμφωνα
με τις προηγουμένως ιχνηλατιμένες απόψεις
του υποψηφίου «ψήφου». Όπως δηλαδή αυτές
ανιχνεύθηκαν κατά την προεργασία παρατήρησης.
Εάν, για παράδειγμα, ο «ψήφος» εμφορείται
από απόψεις «ευρωπαϊσμού» και «εκσυγχρονισμού»
οι τυχαίες δήθεν αναφορές σε έννοιες όπως ΟΝΕ,
Ευρωπαϊκή Συνταγματική χάρτα κτλ,
ημπορούν να φέρουν εξαιρετικά αποτελέσματα.
Ή, φερ΄ ειπείν, εάν η προεργασία έχει δείξει πως
αι λαγνορθόδοξαι και υπερπατριωτικαί έννοιαι
γαργαλάνε την αυταρέσκεια του «ψήφου», τότε,
τρυφερές αναφορές εις τον έκπτωτο βασιλέα,
ή στον ειδεχθή κουμμουνιστοσυμμοριτισμόν
ηδύναται να αποδειχθούν επιτυχείς.
Ετέρα αποτελεσματική μέθοδος προσέγγισης
και προσεταιρισμού του «ψήφου» είναι η κλασσική
«πίπτω επί του φιλοτίμου». Παραδείγματα εφαρμογής:
«Εμείς ρε μαλάκα, που κάναμε τόσους αγώνες μαζί»
ή «…που φάγαμε τη Γυάρο με το κουτάλι»,
«που ήπιαμε ουίσκια με τον κουβά…»,
«που σπάσαμε τόσα κουμμούνια στο ξύλο»
«…που πήγαμε στη Βανδή με τα γκομενάκια».
Η αποτελεσματικότητα της μεθόδου είναι
αυταπόδεικτη και δεν χρειάζεται περαιτέρω εξηγήσεις.
Όποια μέθοδο και αν επιλέξει ο ψηφοσυλλέκτης
πρέπει να έχει υπόψη του ότι, τα χαρακτηριστικά
των ψήφων σε αρκετές περιπτώσεις μεταβάλλονται,
στα διάφορα στάδια ανάπτυξης τους.
(Παραδείγματος χάριν: η άρτι ενηλικιωθήσα θυγάτηρ του
ψηφοφόρου, φιλοδοξεί να γίνει αγροφύλαξ. Πεδίο άγρας
οικογενειακών ψήφων ανοίγεται πλέον μπρος στον
έμπειρο και υποψιασμένο ψηφοθήρα.)
Μόνο με προσεκτική μικροσκοπική εξέταση
των «ψήφων» και του οικογενειακού ιστορικού,
μπορούμε να αναγνωρίσουμε τα είδη τους,
την φρεσκάδα τους, τον βαθμό ωρίμανσης τους,
ώστε να επιταχύνουμε τις διαδικασίες συλλογής
και επιτυχούς πρόσδεσης στην κατεύθυνση που επιθυμούμε.
Ένθεν και ένθεν του τριθέσιου ρουστίκ καναπέος
κείτονται δύο γλάστρες με καλλωπιστικά φυτά.
Έναν φίκο και μια γαρδένια. Τα φύλλά τους θωπεύουν
τους γυμνούς ώμους και τα λευκά μπράτσα της νοστιμούλας
δεσποινίδος Ε.Σ.
Ο κος Κ. εξ απεναντίας , καθήμενος σε πολυθρόνα,
σετ με τον τριθέσιο καναπέ, τσιμπάει (κατά σειρά καταπόσεως)
καναπεδάκι, λουκανικάκι, γαρδουμπάκι,
συνοδεύοντάς τα με μικρές αλλά σίγουρες γουλιές Ballantine΄s.
Αποφεύγει εντέχνως να την κοιτά στα μάτια, ρίχνοντας
αγχωμένες ματιές στα βυζιά και στα μπούτια της.
Περιοδικά σκουπίζει με το μαντήλι του, τα σάλια του πόθου,
που απειλούν να διαρρεύσουν των άκρων των χειλιών του.
Ενώ ανάβει το εικοστό τρίτο τσιγάρο, εγείρει αίτημα
για ένα ακόμα ουισκάκι.
Οι, επί των τιμών, κυρίες σπεύδουν να ικανοποιήσουν πάραυτα
το δίκαιον του αιτήματος του.
Η νοστιμούλα Ε.Σ. χαριεντιζόμενη, δείχνει να το απολαμβάνει.
Ο Κ. στρέφει αλλεπάλληλες φορές το κεφάλι του δεξιά
και αριστερά, για να εισπράξει την επιδοκιμασία της ομήγυρης
(αν όχι το θαυμασμό) για το θάρρος που επέδειξε αιτούμενος
το φρεσκάρισμα του ποτού του.
Μια μικρή σιωπή που ακολουθεί , ανακόπτει προς στιγμή
τη δράση και επιβραδύνει δραματικά τον χρόνο.
Ο άλλος, ο κος Γ. , ένα κλικ πιο «αριστοκρατικός» τω τρόπω,
αλλά εξίσου λιγούρης δεν καπνίζει. Στέκεται όρθιος δίπλα
στην κουπαστή του τζακιού με το κεντητό σεμέν
και τις φωτογραφίες των προγόνων.
Πίνει λευκό «Χατζημιχάλη» και τσιμπάει που και που,
κάνα ντοματάκι Σαντορίνης. Δεν τολμάει να κοιτάξει
τα μπούτια της, όμως η λευκή επιδερμίδα των ώμων της,
τον συνεπαίρνει ομού, μετα των άλλων της συντροφιάς.
Και οι δικοί του σιελογόνοι αδένες παράγουν ασταμάτητα σιελομόρια,
τα οποία φροντίζει να καταπίνει πριν ξεχειλίσουν
της στοματικής κοιλότητας.
Η νεαρή Ε.Σ. αφελώς συνεχίζει να σκανδαλίζει, και επιμελώς
να επιδεικνύει τα θέλγητρα του ζουμερού σώματος της.
(δεν είναι τυχαίο άλλωστε που το «παρανόμι» της στην πιάτσα
είναι «εκλογικό Σώμα»).
Ο ιστορικός χρόνος, εν προκειμένω, σταματά.
Αναστέλλει τη ροή του μέχρι τις 17 Σεπτεμβρίου τρέχοντος έτους,
και υποκλίνεται ευλαβικά στα σιελομόρια των μνηστήρων,
τα οποία θυσιάζονται ομαδιδόν.
Ο χειμώνας του 1923 προμηνυόταν βαρύς.
Οι κορφές είχαν ήδη ασπρίσει.
Σιγά –σιγά ο παγωμένος άνεμος στοίβαζε χιόνι όλο
και πιο χαμηλά στις πλαγιές του Σινιάτσικου.
Στο ακριβοθώρητο λημέρι του ο Λεωνίδας Ρέτζος έγλυφε τις πληγές
τις δικές του, και των ανθρώπων του. Επί μήνες φέτο,
μέχρι και τον περασμένο Οκτώβριο, τα αποσπάσματα
των χωροφυλάκων και οι ντόπιοι κυνηγοί κεφαλών
δεν λέγαν να ξεκολλήσουν από το κατόπι του.
Είχε λυσσάξει το γκουβέρνο στην Αθήνα να «τελειώνει»
μαζί του με μια παραδειγματική τιμωρία. Η επικήρυξή του
είχε φτάσει τώρα, ίσα που ΄βγαινε ο Δεκέμβρης ,
στις «850000 δραχμάς». Πρωτοφανές ποσό για την
τρέχουσα κυμαινόμενη αξία των κεφαλών,
στην κεφαλαιαγορά των ληστάρχων.
Οι φήμες στην περιοχή, για τις κινήσεις του Ρέτζου,
έδιναν κι έπαιρναν. Άλλοι λέγαν πως τον χάλασαν
οι σύντροφοι του και τον πετάξαν στα σκυλιά.
Άλλοι πως τον φαρμάκωσε μια σέρβα ψυχοκόρη του.
Άλλοι πως πέρασε τα σύνορα και πάει σε παιδικό του φίλο,
γνωστό ορεσίβιο ληστοτρόφο, στην Αλβανία.
Να «ανασυνταχτεί» και ανοιξιάτικα να ξαναμπεί.
Ο φόβος και ο τρόμος όμως των χωροφυλάκων,
ο όσιος των κατατρεγμένων, ο αμείλικτος τιμωρός κάθε
αυθαιρεσίας της εξουσίας, είχε αρχίσει να σαπίζει.
Το χτικιό του ΄τρωγε τα πνευμόνια, η δύσπνοια
του ΄φερνε απόγνωση και κατασπάραζε το κορμί του,
το φλεγόμενο κεφάλι του μάταια αναζητούσε τη γαλήνη στο ρακί.
Με μεγάλες προσπάθειες, τους δύο τελευταίους μήνες,
γυρόφερνε για να χάσουν τα ίχνη του. Πέρασε από τον
κάτω Όλυμπο και κινήθηκε Ελασσόνα-Δεσκάτη- Σέρβια.
Όξω απ΄ τα Σέρβια αναγκάστηκε να «κόψει» έναν δραγάτη
που είχε εντοπίσει τα ίχνη του. Προσέβλεπε ο ρουφιάνος
στην αμοιβή της κυβέρνησης, μα δεν πρόκαμε.
Μαγεύτηκε από το ύψος της αμοιβής και ξέχασε
να ζυγιάσει σωστά με ποιόν είχε να κάμει.
Μετά, ο Ρέτζος και η ομάδα του, πέρασαν νύχτα
τον Αλιάκμονα, κινήθηκαν προσεχτικά όξω απ΄τα Σιάτιστα,
και ύστερα από ατέλειωτες ταλαιπωρίες
γύρω απ΄ τα σλαβόφωνα χωριά της περιοχής, κατάφεραν
και έφτασαν στο Σινιάτσικο, ψηλά, να ξεχειμωνιάσουν.
Οι κάτοικοι στο κοντινό Μπλάτσι, το μοναδικό βλαχοχώρι
της περιοχής, γνώριζαν πως ο λήσταρχος κοιμόταν
μια ώρα δρόμο από τα σπίτια τους. Αλλά δεν τον φοβόταν.
Του ΄χαν εμπιστοσύνη. Ξέρανε ότι αναζητούσε την ησυχία του,
κι όχι καβγάδες.
Αλάργα τώρα από τα θρασίμια της χωροφυλακής
και τα «κοράκια» της περιοχής, θα ΄βρισκε απαντοχή στο
δυσπρόσιτο, κατά την περίοδο του χειμώνα, οροπέδιο.
Κείνο το βράδυ, ανήμερα Χριστούγεννα για τους νοικοκύρηδες,
είχε υποχωρήσει ο πυρετός του,
είχε μαλακώσει λίγο ο βήχας του. Οι νεότεροι φρόντιζαν
να του ΄χουν τη φωτιά αναμμένη και η Σεβαστή η γυναίκα του,
έφτιαχνε μαλακτικά, του ΄φερνε ρακί και τον σκέπαζε.
Όλα δείχναν πως τούτος ο χειμώνας θα περνούσε χωρίς
άλλες εκπλήξεις.Θα περνούσε με κείνη την περίεργη και δυσοίωνη
γαλήνη του κυνηγημένου. Με την σιωπή του χιονισμένου βουνού
να ποτίζει τα μηνίγγια και να βαραίνει γλυκά
τα βλέφαρα δίπλα στη φωτιά.
το μίσος των διωκτών, την αγωνία της διαφυγής, και την πίεση
των «ανοιχτών λογαριασμών» ο Λεωνίδας Ρέτζος παλεύει
με τα εντός του στοιχειά. Που βάλθηκαν να τον φάνε από τα μέσα.
Όπως το σαράκι το πεσμένο δέντρο.
Το ξύλινο φτσέλι, άδειο από ρακί, είναι σφιγμένο ακόμα
στην δεξιά του παλάμη. Η μέγγενη των δακτύλων του το πιέζει
μέχρι συντριβής, ενώ ποιος ξέρει ποιά μάχη, ποιά συμπλοκή,
ξαναζεί μέσα στον ταραγμένο ύπνο του.
Στην είσοδο της χειμερινής κατοικίας του,
στο μάτι της «σπηλιάς του Ρέτζου» διεξάγονται χαμηλόφωνες
διαπραγματεύσεις. Κάποιος μουσαφίρης μόλις έφτασε
και θέλει να τον δει. Οι σκοπιές της νυχτερινής βάρδιας
φώναξαν την γυναίκα και τον γραφέα του, να επιληφθούν
της επίσκεψης, και να γνωμοδοτήσουν.
Τελικά βάλαν τον επισκέπτη μέσα, τον φίλεψαν
και του ΄πανε να περιμένει.
Θα ΄ταν 3 τα ξημερώματα όταν ο Ρέτζος ξύπνησε
και ζήτησε κι άλλο ρακί της Σεβαστής.
Του το πήγε και του είπε για τον νεαρό επισκέπτη
που από νωρίς το βράδυ έφτασε
, και ώρες τώρα τον καρτερούσε με υπομονή να ξυπνήσει.
Καιγόταν λέει να του μιλήσει.
«Κάνα νοικοκυρόπαιδο απ΄ το Μπλάτσι» σκέφτηκε ο ληστής,
«κυνηγημένο από τους
πως ο Ρέτζος είναι δω γύρω, έκανε την ανάγκη του φιλότιμο,
κι ήρθε να ζητήσει άσυλο και στρατολόγηση στην λησταρχία του…
λες κι οι ληστές
κούνια που το κούναγε το ζωντόβολο…»
«Φέρτον!» είπε.
δεσπότης για γούμενος..;»
κι ύστερα στο βουνό…από το Ζάρκο, όξω από τα Τρίκαλα
έρχομαι για σένα. Με στείλαν να σε βρω να σου μιλήσω.
Με στείλαν οι παλιότεροι, που γνωρίζουν το φιλότιμο
και τη μπέσα του Ρέτζου...
από τότε ακόμα, όταν στον κάμπο ξεσηκώθηκαν οι κολίγοι,
πριν από δεκατρία χρόνια.
Και συ τότε, μόνος και πρώτος απ΄ όλους
τους καπεταναίους του βουνού, σύντρεξες
και χτυπήθηκες με τα καρακόλια και
τον στρατό που φέραν με τραίνα
από την Αθήνα,
και τους κουμπουροφόρους των τσιφλικάδων…»
θα χες δεν θα χες γεννηθεί…»
«Μου τά ΄χουν πει οι γονιοί μου, καπετάνιο…
οι πρώην κολίγοι, από μικρά
για το «ξεσήκωμα» τους, για το δίκιο τους,
για τον καπτα-λεωνίδα Ρέτζο…»
μην και ψοφήσω από το κρύο δω πάνω..;
Μήνυσε τους πως δεν σας έχω ανάγκη…
Ή μπας, ρε ζωντόβολο, και σ΄ όρισαν «λαγό»
τα μουνόσκυλα της χωροφυλακής για να ξετρυπώσεις τον λύκο..;»
και τους κιοτήδες του κάμπου…
Δεν ήρθα να σου προσφέρω…να σε παρακαλέσω ήρθα...
να σου ζητήσω ήρθα… αβόηθειο θέλουμε.
Τα τσιφλίκια παίρνουν πάλι κεφάλι, και οι φουκαράδες
χάνουν πάλι τη γη
να μοιραστεί σ΄ αυτούς που την δουλεύουν και την πονάνε.
Το γκουβέρνο, βάνει πάλι στρατό και χωροφύλακες…
να επιβάλουν λέει την τάξη.
Να διώξει του ψωραλέους αγρότες απ΄ τη γη τους.
Τους την «δικάζει» ο δικαστής
για χρέη λέει. Ποιά χρέη; Τούτοι οι φουκαράδες
τους δίνουνε εν λευκώ όλο το γέννημα
και περιμένουν τα συμφωνημένα. Όλο με ψευτιές
μετά, τους γελάνε πως τάχα δεν έπιασαν τιμή…
πως τάχατες δεν ήταν της προκοπής
και πως έρχεται φτηνότερο και καλύτερο πράμα
με βαπόρι από το μπρίντιζι…»
«Βάστα μικρέ…πήρες φόρα…
Τι «γομάρια» έχω γω να ανακατεύομαι με τα δικά σας
τα χωράφια και τα χρεωστικά σας;
Ποια διαολοστραβωμάρα σας ήρθε στα κούφια τα κεφάλια σας,
και κουβαλήθηκες να μου μηνύσεις για το τί τραβάν οι πρώην κολίγοι..;
Χέστηδες μια ζωή… που τους γαμάει πότε ο τσιφλικάς…
και πότε ο χωροφύλακας…
Έτσι ήταν και έτσι θάναι…Δεν σας τα λέει κάθε Κυριακή
ο παπάς κι ο δέσποτας στην εκκλησία;
Ο θεός σας, σας έταξε κει που είστε…γίδια!»
συ τα λες αυτά που δεν υπάκουσες
και δεν «στάθηκες» ποτέ μπρος σε κανέναν………;»
Για λόγου μου δεν στάθηκα…
κι όχι για θκιά σας χάρη ,ζωντόβολα.
Για τούτο βρίσκομαι χειμώνα καλοκαίρι
δω πάνω, και γυρνάω με τα αγρίμια.
Σαν τι ναχω γω μπρε, μ΄ αυτούς που σας κλέβουν;
Κλέβουν για νάχουν…Να χω να κλέβω γω μετά.
Σαπίζω εδώ πάνω μοναχός μου…να σώσω το σκατοκέφαλο μου.
Τα δικά σας τα σκατοκέφαλα δεν με νοιάζουν…
Σύρε και πες σε κείνους που σε στείλαν πως
ο Ρέτζος ψοφάει όπου νάναι.
Κουράστηκε και δεν μπορεί…Και να μπορούσε δεν θα θελε…
Και να θελε, δεν θα συνέτρεχε…Γιατί ούτε και εσείς αλήθεια το θέλετε…
Κάτσε, φάε, πιές, κοιμήσου, ξεκουράσου και τσακίσου με το καλό…
Δεν είναι δω για σένα…
Δεν είστε εσείς για μένα..!"