Οι πιο ιερές από όλες τις γιορτές,
είναι εκείνες που κρατούμε
για τον εαυτό μας.
Είναι εκείνες οι κρυφές επέτειοι της καρδιάς μας.
Τότε, όταν ακόμα η πείρα της ζωής
δεν μας είχε ξεμάθει τον κόσμο.
Τότε, που στης αυλής τα χόρτα τρέχαμε
και γονατίζαμε, και η αστροφεγγιά
στριφογύριζε από πάνω μας.
κοίταζε σαν μαρμαρωμένη το κενό.
Μετά, με ένα σπρώξιμο έφυγε πανικόβλητη,
και τρύπωσε μέσα στην αποθηκούλα.
Σίγουρη, πως θα την ακολουθήσω.
Κι ύστερα ,την είδα από την μισάνοιχτη πόρτα,
να τρέμει
και την γλυκιά προσμονή.
Σαν τριανταφυλλιά που θέλει να ρίξει κάτω
όλα της τα λουλούδια.
«Όλα μπορούσαν να συμβούν στον κόσμο τότε,
αγάπη μου.»
Μπήκα αλαφροπάτητος
και έκλεισα πίσω μου την πόρτα.
Τα μεγάλα μάτια της έλαμπαν μέσα στο ημίφως.
Ζύγωσα.. Έσκυψα . Ταράχτηκε.
Με μια μυστηριώδη κίνηση των άστρων,
βρέθηκα ανάμεσα στα πόδια της.
Μ΄άφησε να αγγίξω τις ρώγες
του τεταμένου στήθους της.
Ο κόσμος για μένα, μόλις είχε αρχίσει.
Ήταν η πρώτη φορά που άρμεγα γίδα.
2 σχόλια:
γίδα ε;
μου άρεσε το ποστ, και το ένα και το δύο. θα αναμένω και το τρία να κλείσει εποτυχώς η τριλογία.
καλησπέρα σας.
Ε, ξέρετε τώρα...
Εμείς τα παιδιά του βουνού και του λόγγου...άμα λάχει...
Θα προσπαθήσω η συνέχεια να είναι
αντάξια των προσδοκιών σας.
Δημοσίευση σχολίου