
Όσο πιο κακόμοιρος και ευάλωτος ήταν ο «στόχος» του,
τόσο πιο ανελέητα και βάναυσα πέφταν τα χτυπήματα του.
Η παραλυσία του καλοκαιριού κυκλοφορούσε παντού
στους δρόμους.
Το Αυγουστιάτικο βράδυ κατέβαινε συνοδεία ενός χλιαρού
και γλίσχρου αέρα. Ήταν μια ακόμα απ΄ αυτές
τις αινιγματικές Κυριακές, με τα μαγαζιά κλειστά
και την κίνηση αραιή.
Το αδιάκοπο ασθενές ψιθύρισμα της πόλης όμως, ήταν εκεί…
και του τραγουδούσε σιγανά στο αφτί.
Με περιοδικότητα δεκαλέπτου διόρθωνε την στάσή του
στην πλαστική καρέκλα, ξεκολλώντας από τα ιδρωμένα
μπούτια του το παντελόνι.
Αναρωτιέται τώρα:
αν δεν ήταν αυτός που ήταν και ήταν ένας άλλος …
Ένας ακόμα απ΄ αυτούς που γνώριζε κατά καιρούς…
που επορεύοντο κομπλεξικώς παραδομένοι
στην καθημερινή προσπάθεια…
που υπέτασσαν υπάκουα την έμπνευση στο «ύφος»…
σπουδαγμένοι εις την αλλοδαπήν… άσχετοι και βαρετοί…
ισόβια παρθένοι… τί θα άλλαζε..; Τίποτα.!
Τα ίδια σκατά και χειρότερα.
Τουλάχιστον τώρα, πηγαίνει μόνος και αυτάρκης…
άνευ κινδύνου αλλοιώσεων…
πρύτανης των κακών προθέσεων…
τιμωρός των ανυποψίαστων…
μια μοβ μύγα πετούσε με φανερή διάθεση
να προσγειωθεί στο φούξια καλαμάκι.
Από ΄κει, η κουφάλα, είχε σκοπό να καταρριχηθεί
ως τους ξεραμένους αφρούς που είχαν μείνει
ψηλά στα χείλη του ποτηριού.
Δεν θα της περάσει όμως…Της την είχε στημένη.
το μυαλό του και να χαθεί στη χοάνη του ακατάσχετου
δικτυακού βανδαλισμού,
κάποιες στιγμές είχε περάσει από το νου του.
Τελευταία όμως δεν τον απασχολούσε καθόλου.
Αν και το γνώρισε μεγάλος, ήταν πεπεισμένος
για την τεράστια αξία του κολασμένου διαδικτύου.
Τον συνάρπαζε η παγκοσμιοποιημένη διατρητικότητα του,
και αυτή η δυνατότητα να δρα ανώνυμα
δίχως χρονικούς, γεωγραφικούς και ηθικούς περιορισμούς.
Τον εαυτό του, με έναν περίεργο τρόπο,
τον ενέπλεκε στην «δημιουργία».
Τον κατέτασσε στους μεγάλους δημιουργούς
της δεξιοτεχνικής κακοήθειας.
Όταν έδινε την χαριστική βολή στα θύματα του,
ανακαλούσε στο μυαλό του τα τακτικά βήματα που είχε κάνει,
και θαύμαζε την στρατηγική του δεινότητα.
στην πιάτσα. Δυό πέρασαν από μπροστά του.
Μια κοντόχοντρη, που ανασήκωσε τη φούστα της
προς επίδειξη της πραμάτειας της, και μια άλλη ψηλή
και γεροδεμένη, με πουδραρισμένη και ρημαγμένη φάτσα.
Ωστόσο εκείνη τη στιγμή η σκέψη του πληρωμένου έρωτα
χτυπούσε συναγερμό στο τρελό του αίμα…
«Παλιοπουτάνες…» μουρμούρισε.
Έχει και αυτόν τον διάολο που τον τρώει…
Τρεις φορές άπαξ της εβδομάδος,
στην αιμοκάθαρση από τα 25 του. Και τώρα είναι 44.
Ξεσηκώθηκε Αυγουστιάτικα από το Βόλο, απ΄ την Νέα Ιωνία,
να ΄ρθει στη Σαλονίκη που βρήκε κενή θέση
σε μονάδα τεχνητού νεφρού.
Αύριο Δευτέρα θα τέλειωνε τη δουλειά και με καθαρό αίμα
θα γύριζε πίσω. Ωστόσο δεν τον είχε καταβάλει
η κουτσουρεμένη και εξαρτημένη από τα μηχανήματα ζωή.
Πιο πολύ τον είχαν κουράσει τα ψίχουλα της κουτσουρεμένης
αναπηρικής σύνταξης.
Από το πρωί, που ΄χε φτάσει με το ΚΤΕΛ Λαρίσης,
χώθηκε σε ένα ιντερνετκαφέ και δεν βγήκε
παρά νωρίς το απόγευμα.
Με συριγμούς και πνιχτά γελάκια απολάμβανε
την «μαυραγορίτικη» περιήγηση του σε σελίδες
και ιστολόγια που περιφέρονταν αμέριμνα
υποψήφια θύματα. Το τελευταίο χτύπημα γιόρταζε τώρα,
με ένα φραπέ σε ένα καφενείο πίσω από το δικαστικό μέγαρο.
Ο ανύποπτος βλάκας, που είχε όρεξη για εξομολόγηση
απογευματιάτικα, ισοπεδώθηκε με αριστοτεχνικό τρόπο.
δροσερού βορειοδυτικού αέρα, που του ΄φερε στα ρουθούνια
όλες τις βαριές οσμές του λιμανιού. Αναθάρρησε…
«…ευγενής κι ατρόμητος έως το τέλος
θα πέσει όπως οι δυνατοί και οι μεγάλοι…»
...αν είναι τυχερός.
Φώναξε να πληρώσει.
Μια απόχρωση απαξίωσης και κοροϊδίας
στην φωνή του καφετζή, βάρεσε ταμπούρλο στα μηνίγγια του,
κάνοντας τον να ακούσει ένα ηρωικό κονσέρτο εκδίκησης…
«…μπορεί όπως ο Φοίνικας από τις φλόγες να υψωθεί
όταν μια μέρα κάποτε θα φέξει…»
«…άτιμοι επιχείρησαν
εκείνου που τους πλήρωσε με καταφρόνια
το τόσο τίμιο να ρυπάνουν όνομα του
άμποτε καταισχύνη να ΄πεφτε αιώνια…»
(σαν να απάγγελνε ένα επικό ποίημα από μέσα του),
σηκώθηκε, άφησε 2,5 ευρώ στο τραπέζι,
και έφυγε κατά τον έρημο δρόμο.
Κατόπιν, ξέσπασαν γύρω του επευφημίες και
χειροκροτήματα…
οι θεατές παραληρούσαν στην έξοδο του από την σκηνή.