
Βλέπει τώρα ο επισκέπτης-αναγνώστης την φωτογραφία και οικτίρει τον εαυτό του,
που γελάστηκε και απώλεσε τις φιλοδοξίες και τα όνειρα του, για να αφιερωθεί στον αγαπημένο του βλόγερ. Θυμώνει, ο πλανημένος, που αφέθηκε ξεβράκωτος, άοπλος, γυμνός στα δόλια χέρια κάθε σκατόψυχου πάτρονα βλόγερ. Έτοιμος είναι, επιτέλους, να τα βροντήξει και να φύγει. Όχι! Δεν αντέχει πια να είναι το «αντικείμενο» που ικανοποιεί κάθε είδους ανώμαλη ιδιοτροπία, κάθε τυχάρπαστου κυβερνογραφέα… Να υποθάλπει κάθε άρρωστη φαντασιακή ιδιώτευση…να θηρεύει το ανέφικτο, εντός δικτύου, και να ταΐζει το ιδεατό μυθολόγημα της ζωής του αγαπημένου του βλόγερ, διαβάζοντας τα δήθεν «ανατρεπτικά» ιστολογικά παράδοξά του.
Αναλογίζεται τώρα, ενώπιον τούτης της φωτογραφίας, ότι έκανε λάθος που παράτησε τα μαθήματα υποκριτικής και έκοψε την αναβολή για να πάει φαντάρος.
Καθώς η μέρα γλυκά- γλυκά φεύγει, τούτο το απόγεμα της Παρασκευής 5 Σεπτεμβρίου, ο θυμός του μεταπίπτει σε πικρό απολογισμό, μετουσιώνεται αργά και πέφτει σαν κιτρινισμένο πλατανόφυλλο , για να καταλήξει στον πάτο μιας αβρής και κατηφούς ονειροπόλησης. Ξεφυλλίζει αργά την ιστορία της δικτυακής τους σχέσης.
Χρόνια τώρα σχολιάζει με προσήλωση κάθε νέα του ανάρτηση. Ανταπαντά σε κάθε απάντησή του. Κρατάει τη φλόγα αναμένη. Τη φλόγα της πρώτης-πρώτης επαφής τους.
Και να τώρα τούτη η φωτογραφία...
Η φτηνή, εν αρχή, αλλά πανίσχυρη και διατρητική, σε μια δεύτερη ανάγνωση, ένταση της αναρτημένης φωτογραφίας, τον ενθαρρύνει. Αρχινάει δειλά τώρα, να σκάβει για να φτάσει και να αντλήσει το κρυφό νόημα (παραδόξως επιμένει στην πίστη του ότι υπάρχει καποιο νόημα), πέρα από την απτή φανέρωση του φωτός πάνω στο μόνιτορ. Ιχνηλατεί την ενδόμυχη ισχυρή αναλαμπή της LCD-TFT , αλλά η «σημασία» ξεγλιστρά συνεχώς έξω απ΄το πλαίσιο της οθόνης και μουσκεύει το μικρό ρουστίκ γραφειάκι του. Θέλει να απαγκιστρωθεί πλέον από την δύναμη της έλξης της ανάρτησης, αλλά η φωτογραφία μαγνητίζει το βλέμμα του. Ακορέστως εντρυφεί στην γοητευτική δολιότητα του φωτογράφου, προσπαθώντας να ξεφύγει απ΄το πατρονάρισμα του άτιμου (μέχρι πρώτινως λατρεμένου) ιστολόγου. Θέλει να διαφύγει από τον "έλεγχο" του,θέλει να τον γράψει στα παπάρια του. Ένας ψύχραιμος παρατηρητής βλεποντας τον τώρα θα μπορούσε σχεδόν να συμπεράνει ότι σχεδόν τα κατάφερε.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Για την ώρα υπερνικά το πειρασμό να κάνει κλικ στο πεδίο σχολιασμού.
Απεκδύεται κάθε δικτυακής ευπρέπειας, και τολμά επιδεικτικά να φωνάξει: «φτου! ξελεφτερία». Αγνοεί και δεν ανταπαντά στις επικλήσεις-απαντήσεις-αντίδωρα του βλόγερ, στα παλαιότερα σχόλια του. Και αναπολεί…
Ήταν τότε όταν το (απολεσθέν πλέον) θάλος και σφρίγος των σχολίων του, επιδαψίλευε λόγια-παινέματα και ακκισμούς, άμα τη εμφανίσει, κάποιας φρέσκιας ανάρτησης στο εκράν. Τα οποία λόγια έθρεφαν το ήδη ευτραφές και επηρμένο αγλάισμα του ιστολόγου-μαικήνα του.
Τον φαντάζεται τώρα τον πάτρονα του… μόνο του… ματαίως να «αναρτά» για να τον δελεάσει,να κόβει και να ράβει ασύστολα παραγράφους, απεγνωσμένα να ανασύρει παλιές δοκιμασμένες ιδέες με νέο περιτύλιγμα , να σκαρφίζεται πρωτότυπους μινιμαλισμούς και βολικά φλύαρα μανιφέστα εκβιάζοντας σχολιασμό... αλλά φευ, δεν βρίσκει απαντοχή, ο άμοιρος ιστολόγος. Ο αναγνώστης έχει σκληρύνει πια.
Ούτε καν η βαρυτική έλξη ενός υδρόγειου-κώλου δεν μπορεί να τον δελεάσει.
Τον βλέπει να θρηνεί και να πέμπει κοπετούς και ικεσίες προς την κουφή και βουβή μεριά της ηλεκτρονικής του διεύθυνσης. Αλλά πού αυτός… Αυτός βράχος.
Η ατελεύτητος δοξαστική πορεία της αποχής του ιστοαναγνώστη, από τα μαρμαρένια αλώνια των σχολίων, μόλις άρχισε να γράφεται με χρυσά γράμματα.
(σημ. του συντάκτη)
Η σκληρή και ανάλγητη ξαφνική αποστροφή, του ωφεληθέντα αλλά αγνώμονα ιστοαναγνώστη, έναντι του, πάλαι ποτέ, κραταιού ιστολόγου-ευεργέτη του,
επιφέρει σφοδρότατο ράπισμα και ενταφιάζει οριστικώς και την τελευταία ικμάδα αυτοπεποίθησης του άμοιρου ιστολόγου.