Για εκατομμυριοστή φορά περπατώ πάνω στο ξύλινο πάτωμα,
με τους διάσπαρτους μελανούς ρόζους. Οι καρέκλες της κουζίνας,
μόλις ξημερώσει, θα ΄χουν τις ίδιες χρωματιστές ζωγραφισμένες
ράχες, με πιγκουΐνους ακροβάτες και χαζοχαρούμενες
πολικές αρκούδες. Μόλις ξημερώσει όμως.
Ή, μόλις ανάψω το φως της κουζίνας.
Για την ώρα οι καρέκλες στέκουν με τις ράχες σκοτεινές,
σαν μεσαιωνικές ασπίδες, κόντρα στο ιλαρό της τζαμαρίας φως.
Ευτυχώς, να λες, που υπάρχει και αυτή η τζαμαρία και κρατάει
τον ουρανό στη θέση του. Πρέπει να βιαστώ όμως η ώρα περνάει.
Θα βάλω κάτι πρόχειρο για πρωινό.
Τι όμως; Μήπως, πάλι, λίγες απ΄αυτές τις θεσπέσιες,
αλλά αδύνατες και καχεκτικές λέξεις, που σερβίρω πού και πού
ηλεκτρονικά, για τα μάτια του κόσμου;
Ή μήπως, μερικές από κείνες τις άλλες, που διατηρώ πάντα φρέσκες
με καθημερινή φροντίδα, δια παν ενδεχόμενο...;
Τις οποίες με σπουδή τις πλένω, τις βουρτσίζω, τις σιδερώνω,
τις γυαλίζω, κι αυτές με τη σειρά τους , μου κάνουν χαρούλες,
μου κλείνουν μαργιόλικα το μάτι, και μου θυμίζουν ξανά και ξανά,
την κορυφαία και αξεπέραστα βαρύγδουπη κοινοτυπία:
«Είμαι ότι σκέφτομαι!»
Σιγά μην είμαι…
Σιγά μη σκέφτομαι…
Άσε καλύτερα. Τίποτα απ΄τα δυό. Θα πιω μόνο ένα σκέτο ζεστό
τσάι βουνίσιο, κι ύστερα θα κάνω ένα επιτόπιο ταξίδι για ένα
μισάωρο. Σαν άλμα εις ύψος δίχως φορά, με γωνία 90 μοιρών,
προς τα πάνω. Όσο, δηλαδή, να ΄ρθει η ώρα να φύγω
για τη δουλειά. Ένα ταξίδι που δεν θα με κουνήσει ρούπι
απ΄το στίγμα μου. 40 40΄ 30΄΄ βόρεια, 22 70΄ 30΄΄ ανατολικά.
Θα σκαρφαλώσω στον τρεμάμενο και ελαφρύ χρόνο μου,
με το γυλιό μου γεμάτο με ακριβές ιδέες (πάντα),
συγκεχυμένες πληροφορίες (συχνά), και θολές δυνατότητες (ενίοτε).
Θα στήσω μηχανορραφίες, θα προβώ σε δολοπλοκίες, με έναν
και μόνο τελικό στόχο. Να διασταυρώσω τη ζωή μου με τους άλλους.
Μπας και ο χρόνος λάβει εκείνη την ειδική ποιότητα, που τον κάνει
να μοιάζει με γιορτή.
Αλλά να… σαν να σκάει ο ήλιος απ΄τη μεριά της θάλασσας.
Σε λίγο θα φτάσει στα κεραμίδια του γείτονα.
Ακολουθεί ρουά- ματ σε δύο κινήσεις:
α) Φιλική ασθενική κλωτσιά στα οπίσθια του διαβολάκου
που με κατατρέχει.
β) Άνοιγμα της εξώπορτας με ταυτόχρονη είσοδο στο χαγιάτι
της Άνοιξης που μόλις ήρθε.
Αυτό ήταν. Πάω να μαρινάρω τα σκώτια μου
και όλο το «μέσα» μου, στο «έξω» της μέρας που αρχίζει.
Ζητώ να μου σχωρεθεί η άγνοια που με κρατάει κωλυόμενο
στην εποχή του παρόντος μου.
(Αν χρειαστεί θα μου βάλω λίγο λίπος, για να μην κολλήσω
στον πάτο της κατσαρόλας).
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
3 σχόλια:
Καλημέρα. Αυτό μόνο. Δεν τις άντεξα τις λέξεις σου.
Κύττα να δεις που λάθος πίστευα ως τώρα πως πίσω από τις λέξεις κρύβετ' ο Αλέξης.
Με τη μαρινάδα στα σκότια κάτι καταφέρνω τελευταία, αλλά εκείνο με το λίπος στον πάτο της κατσαρόλας πώς το κάνεις;
Εγώ πάλι διατηρώ ακμαία την αίσθηση κολισσάδας και τσικνωμένου "καρβουνιάρη" όση γλίνα κι αν μου βάζω!
νταξ'....
κατά τα άλλα συντηρούμε κι εμείς βλογς
Δημοσίευση σχολίου