Δευτέρα 20 Αυγούστου 2007

Ένας ευγενής βάρβαρος

Ο χειμώνας του 1923 προμηνυόταν βαρύς.
Οι κορφές είχαν ήδη ασπρίσει.
Σιγά –σιγά ο παγωμένος άνεμος στοίβαζε χιόνι όλο
και πιο χαμηλά στις πλαγιές του Σινιάτσικου.
Στο ακριβοθώρητο λημέρι του ο Λεωνίδας Ρέτζος έγλυφε τις πληγές
τις δικές του, και των ανθρώπων του. Επί μήνες φέτο,
μέχρι και τον περασμένο Οκτώβριο, τα αποσπάσματα
των χωροφυλάκων και οι ντόπιοι κυνηγοί κεφαλών
δεν λέγαν να ξεκολλήσουν από το κατόπι του.
Είχε λυσσάξει το γκουβέρνο στην Αθήνα να «τελειώνει»
μαζί του με μια παραδειγματική τιμωρία. Η επικήρυξή του
είχε φτάσει τώρα, ίσα που ΄βγαινε ο Δεκέμβρης ,
στις «850000 δραχμάς». Πρωτοφανές ποσό για την
τρέχουσα κυμαινόμενη αξία των κεφαλών,
στην κεφαλαιαγορά των ληστάρχων.

Οι φήμες στην περιοχή, για τις κινήσεις του Ρέτζου,
έδιναν κι έπαιρναν. Άλλοι λέγαν πως τον χάλασαν
οι σύντροφοι του και τον πετάξαν στα σκυλιά.
Άλλοι πως τον φαρμάκωσε μια σέρβα ψυχοκόρη του.
Άλλοι πως πέρασε τα σύνορα και πάει σε παιδικό του φίλο,
γνωστό ορεσίβιο ληστοτρόφο, στην Αλβανία.
Να «ανασυνταχτεί» και ανοιξιάτικα να ξαναμπεί.
Ο φόβος και ο τρόμος όμως των χωροφυλάκων,
ο όσιος των κατατρεγμένων, ο αμείλικτος τιμωρός κάθε
αυθαιρεσίας της εξουσίας, είχε αρχίσει να σαπίζει.
Το χτικιό του ΄τρωγε τα πνευμόνια, η δύσπνοια
του ΄φερνε απόγνωση και κατασπάραζε το κορμί του,
το φλεγόμενο κεφάλι του μάταια αναζητούσε τη γαλήνη στο ρακί.

Με μεγάλες προσπάθειες, τους δύο τελευταίους μήνες,
γυρόφερνε για να χάσουν τα ίχνη του. Πέρασε από τον
κάτω Όλυμπο και κινήθηκε Ελασσόνα-Δεσκάτη- Σέρβια.
Όξω απ΄ τα Σέρβια αναγκάστηκε να «κόψει» έναν δραγάτη
που είχε εντοπίσει τα ίχνη του. Προσέβλεπε ο ρουφιάνος
στην αμοιβή της κυβέρνησης, μα δεν πρόκαμε.
Μαγεύτηκε από το ύψος της αμοιβής και ξέχασε
να ζυγιάσει σωστά με ποιόν είχε να κάμει.
Μετά, ο Ρέτζος και η ομάδα του, πέρασαν νύχτα
τον Αλιάκμονα, κινήθηκαν προσεχτικά όξω απ΄τα Σιάτιστα,
και ύστερα από ατέλειωτες ταλαιπωρίες
γύρω απ΄ τα σλαβόφωνα χωριά της περιοχής, κατάφεραν
και έφτασαν στο Σινιάτσικο, ψηλά, να ξεχειμωνιάσουν.
Οι κάτοικοι στο κοντινό Μπλάτσι, το μοναδικό βλαχοχώρι
της περιοχής, γνώριζαν πως ο λήσταρχος κοιμόταν
μια ώρα δρόμο από τα σπίτια τους. Αλλά δεν τον φοβόταν.
Του ΄χαν εμπιστοσύνη. Ξέρανε ότι αναζητούσε την ησυχία του,
κι όχι καβγάδες.
Αλάργα τώρα από τα θρασίμια της χωροφυλακής
και τα «κοράκια» της περιοχής, θα ΄βρισκε απαντοχή στο
δυσπρόσιτο, κατά την περίοδο του χειμώνα, οροπέδιο.

Κείνο το βράδυ, ανήμερα Χριστούγεννα για τους νοικοκύρηδες,
είχε υποχωρήσει ο πυρετός του,
είχε μαλακώσει λίγο ο βήχας του. Οι νεότεροι φρόντιζαν
να του ΄χουν τη φωτιά αναμμένη και η Σεβαστή η γυναίκα του,
έφτιαχνε μαλακτικά, του ΄φερνε ρακί και τον σκέπαζε.
Όλα δείχναν πως τούτος ο χειμώνας θα περνούσε χωρίς
άλλες εκπλήξεις.Θα περνούσε με κείνη την περίεργη και δυσοίωνη
γαλήνη του κυνηγημένου. Με την σιωπή του χιονισμένου βουνού
να ποτίζει τα μηνίγγια και να βαραίνει γλυκά
τα βλέφαρα δίπλα στη φωτιά.
Μακριά λοιπόν, από τον κουρνιαχτό των φονικών,
το μίσος των διωκτών, την αγωνία της διαφυγής, και την πίεση
των «ανοιχτών λογαριασμών» ο Λεωνίδας Ρέτζος παλεύει
με τα εντός του στοιχειά. Που βάλθηκαν να τον φάνε από τα μέσα.
Όπως το σαράκι το πεσμένο δέντρο.
Το ξύλινο φτσέλι, άδειο από ρακί, είναι σφιγμένο ακόμα
στην δεξιά του παλάμη. Η μέγγενη των δακτύλων του το πιέζει
μέχρι συντριβής, ενώ ποιος ξέρει ποιά μάχη, ποιά συμπλοκή,
ξαναζεί μέσα στον ταραγμένο ύπνο του.

Στην είσοδο της χειμερινής κατοικίας του,
στο μάτι της «σπηλιάς του Ρέτζου» διεξάγονται χαμηλόφωνες
διαπραγματεύσεις. Κάποιος μουσαφίρης μόλις έφτασε
και θέλει να τον δει. Οι σκοπιές της νυχτερινής βάρδιας
φώναξαν την γυναίκα και τον γραφέα του, να επιληφθούν
της επίσκεψης, και να γνωμοδοτήσουν.
Τελικά βάλαν τον επισκέπτη μέσα, τον φίλεψαν
και του ΄πανε να περιμένει.
Θα ΄ταν 3 τα ξημερώματα όταν ο Ρέτζος ξύπνησε
και ζήτησε κι άλλο ρακί της Σεβαστής.
Του το πήγε και του είπε για τον νεαρό επισκέπτη
που από νωρίς το βράδυ έφτασε
, και ώρες τώρα τον καρτερούσε με υπομονή να ξυπνήσει.
Καιγόταν λέει να του μιλήσει.
«Κάνα νοικοκυρόπαιδο απ΄ το Μπλάτσι» σκέφτηκε ο ληστής,
«κυνηγημένο από τους χωροφύλακες, έμαθε
πως ο Ρέτζος είναι δω γύρω, έκανε την ανάγκη του φιλότιμο,
κι ήρθε να ζητήσει άσυλο και στρατολόγηση στην λησταρχία του…
λες κι οι ληστές στα βουνά τ΄ αλωνίζουν τ΄ αυγά…
κούνια που το κούναγε το ζωντόβολο…»

«Φέρτον!» είπε.

«Καπετάνιο, σε χαιρετώ και σου φιλώ το χέρι…»

«Και τί είμαι γω ρε γίδι, και μου φιλάς το χέρι…
δεσπότης για γούμενος..;»

«Τρεις μέρες περπατώ και τρέχω στον κάμπο καπετάνιο,
κι ύστερα στο βουνό…από το Ζάρκο, όξω από τα Τρίκαλα
έρχομαι για σένα. Με στείλαν να σε βρω να σου μιλήσω.
Με στείλαν οι παλιότεροι, που γνωρίζουν το φιλότιμο
και τη μπέσα του Ρέτζου...
από τότε ακόμα, όταν στον κάμπο ξεσηκώθηκαν οι κολίγοι,
πριν από δεκατρία χρόνια.
Και συ τότε, μόνος και πρώτος απ΄ όλους
τους καπεταναίους του βουνού, σύντρεξες
και χτυπήθηκες με τα καρακόλια και
τον στρατό που φέραν με τραίνα
από την Αθήνα,
και τους κουμπουροφόρους των τσιφλικάδων…»

«Και που τα ξέρεις συ όλα αυτά μπρε ψωρόγιδο…
θα χες δεν θα χες γεννηθεί…»


«Μου τά ΄χουν πει οι γονιοί μου, καπετάνιο…
οι πρώην κολίγοι, από μικρά μαθαίνουν τα παιδιά τους
για το «ξεσήκωμα» τους, για το δίκιο τους,
για τον καπτα-λεωνίδα Ρέτζο…»

«Και θυμηθήκατε κι είπατε να μου στείλετε ρακί και ψωμί,
μην και ψοφήσω από το κρύο δω πάνω..;
Μήνυσε τους πως δεν σας έχω ανάγκη…
Ή μπας, ρε ζωντόβολο, και σ΄ όρισαν «λαγό»
τα μουνόσκυλα της χωροφυλακής για να ξετρυπώσεις τον λύκο..;»

«Τι λες καπετάνιο ; Τι ανάγκη έχεις εσύ απ τα χαϊβάνια
και τους κιοτήδες του κάμπου…
Δεν ήρθα να σου προσφέρω…να σε παρακαλέσω ήρθα...
να σου ζητήσω ήρθα… αβόηθειο θέλουμε.
Τα τσιφλίκια παίρνουν πάλι κεφάλι, και οι φουκαράδες
χάνουν πάλι τη γη απ΄τα χρέη. Τη γη που και συ βοήθησες
να μοιραστεί σ΄ αυτούς που την δουλεύουν και την πονάνε.
Το γκουβέρνο, βάνει πάλι στρατό και χωροφύλακες…
να επιβάλουν λέει την τάξη.
Να διώξει του ψωραλέους αγρότες απ΄ τη γη τους.
Τους την «δικάζει» ο δικαστής στη Λάρισα και στα Τρίκαλα,
για χρέη λέει. Ποιά χρέη; Τούτοι οι φουκαράδες
τους δίνουνε εν λευκώ όλο το γέννημα
και περιμένουν τα συμφωνημένα. Όλο με ψευτιές
μετά, τους γελάνε πως τάχα δεν έπιασαν τιμή…
πως τάχατες δεν ήταν της προκοπής ο καρπός…
και πως έρχεται φτηνότερο και καλύτερο πράμα
με βαπόρι από το μπρίντιζι…»


«Βάστα μικρέ…πήρες φόρα…
Τι «γομάρια» έχω γω να ανακατεύομαι με τα δικά σας
τα χωράφια και τα χρεωστικά σας;
Ποια διαολοστραβωμάρα σας ήρθε στα κούφια τα κεφάλια σας,
και κουβαλήθηκες να μου μηνύσεις για το τί τραβάν οι πρώην κολίγοι..;
Χέστηδες μια ζωή… που τους γαμάει πότε ο τσιφλικάς…
και πότε ο χωροφύλακας…
Έτσι ήταν και έτσι θάναι…Δεν σας τα λέει κάθε Κυριακή
ο παπάς κι ο δέσποτας στην εκκλησία;
Ο θεός σας, σας έταξε κει που είστε…γίδια!»

«Δεν είναι έτσι καπετάνιο και να με συμπαθάς…
συ τα λες αυτά που δεν υπάκουσες
και δεν «στάθηκες» ποτέ μπρος σε κανέναν………;»

«Κι αν δεν υπάκουσα δικός μου λογαριασμός.
Για λόγου μου δεν στάθηκα…
κι όχι για θκιά σας χάρη ,ζωντόβολα.
Για τούτο βρίσκομαι χειμώνα καλοκαίρι
δω πάνω, και γυρνάω με τα αγρίμια.
Σαν τι ναχω γω μπρε, μ΄ αυτούς που σας κλέβουν;
Κλέβουν για νάχουν…Να χω να κλέβω γω μετά.
Σαπίζω εδώ πάνω μοναχός μου…να σώσω το σκατοκέφαλο μου.
Τα δικά σας τα σκατοκέφαλα δεν με νοιάζουν…
Σύρε και πες σε κείνους που σε στείλαν πως
ο Ρέτζος ψοφάει όπου νάναι.
Κουράστηκε και δεν μπορεί…Και να μπορούσε δεν θα θελε…
Και να θελε, δεν θα συνέτρεχε…Γιατί ούτε και εσείς αλήθεια το θέλετε…
Κάτσε, φάε, πιές, κοιμήσου, ξεκουράσου και τσακίσου με το καλό…
Δεν είναι δω για σένα…
Δεν είστε εσείς για μένα..!"

(Στα πρότυπα που εισήγαγε η αγαπητή c. dolly, επιχείρησα να
διαβάσω το All along the watch tοwer του Bob Dylan,
πολύ φοβάμαι ότι εν τέλει μου βγήκε το "Χώμα βάφτηκε κόκκινο"
του Ν. Φώσκολου. Χρωστούσα άλλωστε μια τιμητική αναφορά
στο όμορφο Μπλάτσι).

8 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

ζητώ συγγνώμη που άργησα αλλά με είχε ρουφήξει ο ήλιος που έδυε στο προηγούμενο ποστ..

δέχεσαι και παραγγελιές για μεταφράσεις ;

αν ναι, καίγομαι να στείλω μια-δυό γιατί η cd είναι απασχολημένη πλέον με μακροβούτια στην Παμβώτιδα

καλωσγυρίσαμε...

Ανώνυμος είπε...

Κοινή* Αγροτική Πολιτική σου λέει μετά!

*Μα τι έχω πάθει με τις πουτάνες τελευταία;

kostis-b είπε...

kkm,
αν και δεν συνηθίζω να δουλεύω με το κομμάτι(φασόν), αλλά με δωδεκάμηνη σύμβαση μηδενικής απασχόλησης,(σαν αγροφύλακας ένα πράμα),
μέχρι η cd να ανασύρει τα σεπτά οστά της Φροσύνης και να επιστρέψει στα καθήκοντα της, υπόσχομαι αν μπορώ να βοηθήσω.

kostis-b είπε...

kplso,
από την πρώτη-πρώτη εφαρμογή των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης (Α΄,Β΄,Γ΄), οι ορεσίβιοι λήσταρχοι
πέσαν σε ανυποληψία και χάσανε τη δουλειά τους. Το αναδιανεμητικό τους έργο ανέλαβαν άλλοι,(πιο έμπειροι στην Εκδιδόμενη Αγροτική Πολιτική).
Τούτη η "νέα γενιά" ξεχειμωνιάζει, κινούμενη στο τρίγωνο Βρυξέλλες-Σύνταγμα-Αράχοβα,
και το καλοκαίρι ταμπουρώνεται στη
Μύκονο.

NinaC είπε...

ΥΠΕΡΟΧΟ! ΥΠΕΡΟΧΟ!!!

Τόξερα πως είστε ξεχωριστός, Κωστή Μπ. (αν και μαζεύετε τη Σάρα (ΚΚΜ) και τη Μάρα (Κopoloso) στα σχόλιά σας!

kostis-b είπε...

Ελπίζω αγαπητή cd να μην υπονοείται, ότι πρέπει να ψεκάσω με κάποιο ζιζανιοκτόνο στο "πεδίο σχολιασμού",
διότι δεν θα το κάνω.
Και δεν θα το κάνω για τους εξής λόγους:
α)Απεχθάνομαι τα χημικά και τάσσομαι αναφανδόν υπέρ της αειφόρου ανάπτυξης.
β)Το δεύτερο nick name μου,που το χρησιμοποιώ μόνο σε ειδικές περιπτώσεις είναι το:
"Κακό Συναπάντημα".
Ως εκ τούτου, θά ήταν επιεικώς
άστοχο να απαρνηθώ την Σάρα και την Μάρα μου, μετά από τόσες δεκαετίες επιτυχημένης κοινής πορείας στο "καλλιτεχνικό στερέωμα".
γ)Αντιθέτως σκέφτομαι πως μια νέα
προσπάθεια,θα μας ανανέωνε και θα
είχε και μεγάλη επιτυχία. Όχι ως trio,αλλά ως quartet αυτή τη φορά:
"Η Νίνα,η Σάρα,η Μάρα και το Κακό Συναπάντημα".

kostis-b είπε...

Διόρθωσις:
υπονοείτΕ, δεύτερο πρόσωπο του πληθυντικού.

NinaC είπε...

Μα τι λέτε; Φαντάζεσθε να "αναπτυχθούν αειφόρως" οι ΚΚΜ και Κοπολόζο; Άλλο κακό να μη μας εύρει φέτος!!!

Κατά τα λοιπά, ψοφάω για κουαρτέτα!