Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2008

η συγκινημένη ψυχή



Η, εκ καταδίκης, αέναα «συγκινημένη» ψυχή δεν ξεκουράζεται ποτέ. Κολυμπάει ασταμάτητα παίρνοντας δύναμη από την αυτοαναφορά της. «Γιατί συγκινήσε;» τη ρωτάς. «Μα διότι συγκινούμε» απαντά. Μπορεί καμιά φορά να παίρνει μια ανάσα, μπορεί πότε-πότε να σκαλώνει το πουλόβερ της στα αγκάθια του φράχτη της δογματικής πεποίθησης .Μπορεί να κάνει μερικά άστοχα γκελ ή καμπόσες άτεχνες σφήνες. Πάντα όμως συνεχίζει το ενθουσιώδες κρόουλ, βουτηγμένη στο κατακάθι της συγκίνησης της.
Έχει μια δικιά της υψηλοφροσύνη, αλλά ποτέ προπέτεια. Έχει μια υπερβολή, αλλά ποτέ στόμφο. Η συγκινημένη ψυχή προΐσταται κι αυτής ακόμη της συνοχής των τμημάτων της. Των κομματιών που συνδέονται και την αποτελούν. Το έργο της, προηγείται της μορφής της. Η συγκινημένη ψυχή δεν γνωρίζει ξεκάθαρα το ιδίωμα της συγκίνησης της.. Από τους απόηχους και τα απόνερα των δακρύων της υποψιάζεται ότι κάποτε πήρε την αμετάκλητη απόφαση να συγκινήται, και έκτοτε συνεχίζει. Δεν ξέρει πώς να ικανοποιήσει την άπατη και αδηφάγα χοάνη της .Είτε νοιώθει μοναδική (σαν το θεό), είτε μοναχική (καταραμένη), στέκει μακριά από την ρυθμιστική διακαιοδοσία του νου. Της αρέσει όμως, έτσι όπως ρίχνεται στη μάχη και αντιπαραθέτει την αποφασιστική πληρότητα της , δίχως να λογαριάζει τον υπαρκτό κίνδυνο να περιπέσει σε ολισθηρές μυξιάρικες ρητορείες της πλάκας.

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2008

θριαμβεύτρια σέρνει το άρμα της αλυσοδεμένη...




Ένα ανυπέρβλητο βουνό ορθωνόταν εμπρός της για χρόνια, το "τίποτα". Μια υποκριτική συνομωσία σιωπής σερνόταν γύρω της, και εφαρμόζονταν ενάντια σε κάθε μορφής «κάτι». Για χρόνια ένοιωθε ως ένα αντεπιστέλλον μέλος της «κοινωνίας των ανύπαρκτων» στο δοβλέτι των σαχλεπίσαχλων μεγαλόσχημων «κάποιων».
Κατά τη γέννησή της υποχρεώθηκε να καπλαντίσει με το χαρτί της υπομονής το (ήδη γραμμένο) δίτομο βιογραφικό έργο «Η λογοδοσία της ζωής που θα ζήσεις».
Ένοιωσε τότε την ζωή σαν κρύο υγρό πλοκάμι να την τυλίγει.
Κατόπιν της επιβλήθηκε να αποστηθήσει όλες αυτές τις χίλιες και μια σελίδες σαβούρας της βιογραφίας της, που επιμελώς επιφύλλασαν για πάρτη της, παπάδες, γεωκτήμονες, καθηγητές, υπουργοί, συγγραφείς, φιλόσοφοι, νομομαθείς, ακαδημαϊκοί, πρόεδροι, ημίθεοι, ηγήτορες, κήνσορες του αισθητισμού,έμποροι,δίκαιοι,κατήγοροι, υπερασπιστές,
αστοί θεράποντες του καλού ντυσίματος και του σικ φαγητού, σκοτεινοί στρατόγκαυλοι, σκατοδημοκράτες φιλελεύθεροι βρικόλακες και άλλοι συνήγοροι του υψίστου.
Υπέστη πολλά…τι να λέμε… από όλους αυτούς τους μετριότατους τσαπατσούληδες.Αλλά άντεξε.
‘Έστω και λίγο αργοπορημένα τώρα, (έναν αιώνα σχεδόν μετά τη γέννηση της), για ένα γαμημένο φιλότιμο, για έναν έρωτα, για μια αξιοπρέπεια, τους χέζει όλους τους ξεφτιλισμένους. Τους προτείνει τον ροζιασμένο μέσο της παλάμης της, πριν επιστρέψει στο σπίτι να δει αν έγινε το φαί.

Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2008

η εκδίκηση του ιστοαναγνώστη


Βλέπει τώρα ο επισκέπτης-αναγνώστης την φωτογραφία και οικτίρει τον εαυτό του,
που γελάστηκε και απώλεσε τις φιλοδοξίες και τα όνειρα του, για να αφιερωθεί στον αγαπημένο του βλόγερ. Θυμώνει, ο πλανημένος, που αφέθηκε ξεβράκωτος, άοπλος, γυμνός στα δόλια χέρια κάθε σκατόψυχου πάτρονα βλόγερ. Έτοιμος είναι, επιτέλους, να τα βροντήξει και να φύγει. Όχι! Δεν αντέχει πια να είναι το «αντικείμενο» που ικανοποιεί κάθε είδους ανώμαλη ιδιοτροπία, κάθε τυχάρπαστου κυβερνογραφέα… Να υποθάλπει κάθε άρρωστη φαντασιακή ιδιώτευση…να θηρεύει το ανέφικτο, εντός δικτύου, και να ταΐζει το ιδεατό μυθολόγημα της ζωής του αγαπημένου του βλόγερ, διαβάζοντας τα δήθεν «ανατρεπτικά» ιστολογικά παράδοξά του.
Αναλογίζεται τώρα, ενώπιον τούτης της φωτογραφίας, ότι έκανε λάθος που παράτησε τα μαθήματα υποκριτικής και έκοψε την αναβολή για να πάει φαντάρος.
Καθώς η μέρα γλυκά- γλυκά φεύγει, τούτο το απόγεμα της Παρασκευής 5 Σεπτεμβρίου, ο θυμός του μεταπίπτει σε πικρό απολογισμό, μετουσιώνεται αργά και πέφτει σαν κιτρινισμένο πλατανόφυλλο , για να καταλήξει στον πάτο μιας αβρής και κατηφούς ονειροπόλησης. Ξεφυλλίζει αργά την ιστορία της δικτυακής τους σχέσης.
Χρόνια τώρα σχολιάζει με προσήλωση κάθε νέα του ανάρτηση. Ανταπαντά σε κάθε απάντησή του. Κρατάει τη φλόγα αναμένη. Τη φλόγα της πρώτης-πρώτης επαφής τους.
Και να τώρα τούτη η φωτογραφία...
Η φτηνή, εν αρχή, αλλά πανίσχυρη και διατρητική, σε μια δεύτερη ανάγνωση, ένταση της αναρτημένης φωτογραφίας, τον ενθαρρύνει. Αρχινάει δειλά τώρα, να σκάβει για να φτάσει και να αντλήσει το κρυφό νόημα (παραδόξως επιμένει στην πίστη του ότι υπάρχει καποιο νόημα), πέρα από την απτή φανέρωση του φωτός πάνω στο μόνιτορ. Ιχνηλατεί την ενδόμυχη ισχυρή αναλαμπή της LCD-TFT , αλλά η «σημασία» ξεγλιστρά συνεχώς έξω απ΄το πλαίσιο της οθόνης και μουσκεύει το μικρό ρουστίκ γραφειάκι του. Θέλει να απαγκιστρωθεί πλέον από την δύναμη της έλξης της ανάρτησης, αλλά η φωτογραφία μαγνητίζει το βλέμμα του. Ακορέστως εντρυφεί στην γοητευτική δολιότητα του φωτογράφου, προσπαθώντας να ξεφύγει απ΄το πατρονάρισμα του άτιμου (μέχρι πρώτινως λατρεμένου) ιστολόγου. Θέλει να διαφύγει από τον "έλεγχο" του,θέλει να τον γράψει στα παπάρια του. Ένας ψύχραιμος παρατηρητής βλεποντας τον τώρα θα μπορούσε σχεδόν να συμπεράνει ότι σχεδόν τα κατάφερε.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα;

Για την ώρα υπερνικά το πειρασμό να κάνει κλικ στο πεδίο σχολιασμού.
Απεκδύεται κάθε δικτυακής ευπρέπειας, και τολμά επιδεικτικά να φωνάξει: «φτου! ξελεφτερία». Αγνοεί και δεν ανταπαντά στις επικλήσεις-απαντήσεις-αντίδωρα του βλόγερ, στα παλαιότερα σχόλια του. Και αναπολεί…
Ήταν τότε όταν το (απολεσθέν πλέον) θάλος και σφρίγος των σχολίων του, επιδαψίλευε λόγια-παινέματα και ακκισμούς, άμα τη εμφανίσει, κάποιας φρέσκιας ανάρτησης στο εκράν. Τα οποία λόγια έθρεφαν το ήδη ευτραφές και επηρμένο αγλάισμα του ιστολόγου-μαικήνα του.
Τον φαντάζεται τώρα τον πάτρονα του… μόνο του… ματαίως να «αναρτά» για να τον δελεάσει,να κόβει και να ράβει ασύστολα παραγράφους, απεγνωσμένα να ανασύρει παλιές δοκιμασμένες ιδέες με νέο περιτύλιγμα , να σκαρφίζεται πρωτότυπους μινιμαλισμούς και βολικά φλύαρα μανιφέστα εκβιάζοντας σχολιασμό... αλλά φευ, δεν βρίσκει απαντοχή, ο άμοιρος ιστολόγος. Ο αναγνώστης έχει σκληρύνει πια.
Ούτε καν η βαρυτική έλξη ενός υδρόγειου-κώλου δεν μπορεί να τον δελεάσει.

Τον βλέπει να θρηνεί και να πέμπει κοπετούς και ικεσίες προς την κουφή και βουβή μεριά της ηλεκτρονικής του διεύθυνσης. Αλλά πού αυτός… Αυτός βράχος.
Η ατελεύτητος δοξαστική πορεία της αποχής του ιστοαναγνώστη, από τα μαρμαρένια αλώνια των σχολίων, μόλις άρχισε να γράφεται με χρυσά γράμματα.

(σημ. του συντάκτη)
Η σκληρή και ανάλγητη ξαφνική αποστροφή, του ωφεληθέντα αλλά αγνώμονα ιστοαναγνώστη, έναντι του, πάλαι ποτέ, κραταιού ιστολόγου-ευεργέτη του,
επιφέρει σφοδρότατο ράπισμα και ενταφιάζει οριστικώς και την τελευταία ικμάδα αυτοπεποίθησης του άμοιρου ιστολόγου.