Σάββατο 30 Ιουνίου 2007

Απλές ασκήσεις πολυδωριακής διαλέκτου, για την περίοδο των διακοπών.(ή, αρχή άνδρα δείκνυσι)


Αγαπητέ Byron, δάκρυα τα προοίμια της τέχνης.
Ή αλλέως, σε πολλή ελεύθερη απόδοση,
τα μεταξωτά βρακιά χρήζουν επιδέξιων κώλων.
Εική και ως έτυχεν το απευκταίον αγαπητέ,
γαία πυρί μειχθήτω.
Σεις όμως, άνευ αιδούς και άνευ αποχρώντος λόγου,
ανακρούεται πρύμναν κατά βούληση.
Αλλά ας μην αναξέω πληγάς, άλλωστε ανδρός χαρακτήρ
εκ λόγου γνωρίζεται.
Κατανοώ ήλθατε στο απήγξατο, αλλά απλούς ο μύθος της αληθείας.
Ξέρω, τώρα νοιώθετε πως αλλήλων βάρη βαστάζεται,
αλλά θα έπρεπε ήδη να γνωρίζετε, πριν τον θώκον αγκαλιάσετε,
πως γαμεί δε μη την προίκα αλλά την γυναίκα.
Any way, ω γέγοναι , γέγοναι (όπως θα λέγατε και σεις).
Πάμε για άλλα τώρα.
Άλλωστε, βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόκευτος.

Άντε ρε, άπαγε απ΄ εμού, άχθο αρούρη,
μην πω καμιά πιο βαριά κουβέντα.
Και δεν είμαι και πιστός, για να ελπίζω σε συγχώρεση.


(έκτακτον ποστίδιον εις μνήμην, και λόγω του αδόκητου χαμού του πεφιλημένου φιλοτίμου)


Παρασκευή 29 Ιουνίου 2007

Η ιστορία του Ξίν Γιάν. (για χειμώνα και καλοκαίρι)


Ο Ξιν- Γιαν, γέννημα θρέμμα ταϊβανέζος, ηγνώριζε
παιδιόθεν ότι το σώμα του, είναι σύμπας ο εαυτός του.
Το μικροκαμωμένο λοιπόν κορμάκι του, ήτο το μέγα
σύμπαντο του, το οποίο παρεμπιπτόντως απαιτούσε
τα πάντα από τον ίδιο.
Τίποτις ιδιαίτερο δηλαδή. Ήταν ένα τυπικό απαιτητικό
ανθρώπινο σώμα, όπως όλα τα σώματα όλων των
ανθρώπων που υπήρξαν, άπαξ. Και δεν απαιτούσε
ευτελή υλικά οφέλη, ούτε ενέδιδε σε αλγεινές εκχωρήσεις
αξιοπρέπειας, με αντάλλαγμα μερικά θλιβερά
επουράνια αργύρια…όχι.
Απλώς απαιτούσε τα πάντα.
Ο συμπαθής Ξιν –Γιαν συντονισθής γαρ με τις απαιτήσεις
του σώματος του, διαβιούσε σχεδόν ευτυχής,
μέσα στο νηφάλιο πάθος, και στην παραφορά της συνεχούς
εγρήγορσης, που το σώμά του υπαγόρευε.
Είναι αληθές βέβαια πως τα κοστούμια του βίου,
ενίοτε αποδεικνύονται άβολα δια τα ελευθεριάζοντα σώματα.
Εάν δε, πρόκειται για «φασόν» δουλειά, απ΄ αυτά δηλαδή,
τα λαικώς καλούμενα και ετοιματζίδικα,
τα οποία δεν ευτύχησαν να τα επιμεληθεί χειρ εμπείρου
ράφτου…άστα να παν... τα σώματα ασφυκτιούν.
Ομοίως λοιπόν, και το κοστούμι του Ξιν,
ολίγον τραβούσε στο καβάλο, ολίγον στένευε στη μέση,
τα μανίκια έχρηζαν κοντέματος, τα μπατζάκια
επιμήκυνσης κτλ. κτλ.
Ένα τυπικό δηλαδή ανθρώπινο κοστούμι βίου.
Τα πράματα όμως επρόκειτο να αλλάξουν.

Εν΄ ήσυχο δειλινό, ο ήρωας μας ενώ επεριφέρετο αμέριμνος
εις τα σοκάκια της Δυτικής Τάι Πέι συνήντησε,
(βάσκανος μοίρα), το «Άκτιστο Θείον Φως».
Δια να είμεθα πιο ακριβείς, το «Άκτιστο Θείον Φως»
τον παραμόνευε στη γωνία. Και ήταν προφανές,
από το ύφος του, ότι είχε θυμώσει μαζί του.
Ο Ξιν –Γιαν, καθότι φιλήσυχος Ταιπίτης (κάτοικος της Τάι-Πέι)
δεν σκέφθηκε στιγμή να παρακάμψει δια να του ξεφύγει.
Και βάδισε προς το μέρος του, πλήρης παρρησίας.
Στάθηκε, το χαιρέτησε. Και τότε, ούτο, τον εράπισε
εις την δεξιάν παριάν.
Κοντούλης και φιλάσθενος ως ήτο, επροσηλυτίσθη πάραυτα.
Κατόπιν, ως φοβισμένο μαθητούδι, εσήκωσε ταπεινά το χέρι
προτάσσοντας τον δείκτην, και ηρώτησε να μάθει
κατά που πέφτει η τουαλέτα, εάν φυσικά δικαιούτο να πάει.
(Αι ταπειναί ανάγκαι του σώματος βλέπετε).
Το Φώς τότε, ευγενώς μεν, αυστηρώς δε τω τρόπω,
του έδειξε τον σωστόν δρόμον.
Ούτος αποχωρώντας πλήρης ευλαβείας ακολούθησε
κατά γράμμα τας οδηγίας και οσονούπω αφίχθη
ενώπιον του αποχωρητηρίου.
Το καλαίσθητον πινακίδιον άνωθεν της θυρός ανέγραφε
ευθαρσώς, και παρακινούσε ποιμαντορικώς τους επισκέπτας:
"Οι δούλοι υπακούετε τοις κυρίοις κατά σάρκα,
μετά φόβου και τρόμου"

(Απόστολος των Εθνών, Προς Εφεσίους 6,5).

Μια ομάς νηπίων αποχωρούσε εκ του αποχωρητηρίου,
γραμμικώς συντεταγμένη εις δυάδας,
και εμφανώς ξαλαφρωμένη και πεφωτισθήσα σφόδρα.
Γεγονός που αρχικώς, έκανε αλγεινή εντύπωση στον Ξιν.
Στη συνέχεια όμως εθαύμασε την τάξην.
Έκτοτε γαρ, ο Ξιν μας, επορεύεται ως ζηλωτής .
Η δε ορθόδοξος παροικία της όμορφης Ταιβανικής πρωτευούσης,
θαυμάζει την πίστην του.
Πολλοί δε, καιρό τώρα, ελλογίζουν αυτόν ως «γκουρούν».
Εθεωρούνταν πλέον, τρόπον τινά, μικρανεψιός του Κυρίου,
και λοχαγός του Υιού Του.

Κάποτε έν΄ ατμόπλοιον αφιχθέν εξ Αφρικής, εκόμισε
εις την Τάι Πέι δύο λέοντες. Ότε επροορίζοντο
δια τον ζωολογικόν κήπον της πόλεος.
Ο Ξιν Γιαν τότε, συννενοηθείς ουν, μετά τινός υπευθύνου
της Αρχιεπισκοπής της Ται Πέι, αιτήθη ακροάσεως,
όπως συνηντήσει τον Άγιο Ταιβάνεως.
Τον Δέσποτα δηλαδή, της Ιεράς Μητροπόλεως της Τάι Πέι.
Ούτος έκαμε ασμένως αποδεκτό το αίτημα, και πάραυτα
τον εκάλεσε προς συνάντησην. Αι δύο άντραι αφού
εκεράσθησαν αμφότεροι λουκουμάκι, συνεζήτησαν τα τρέχοντα.
Κατόπιν δε, εσυσκεύθησαν επάνω στο Ιεραποστολικού
περιεχομένου αίτημα του Ξιν Γιαν.
Μετά το πέρας της συσκέψεως ο Άγιος Ταιβάνεως,
εγερθείς εκ του ανακλίνδρου του, εναπόθεσε κατά μέρος
το πρόβειο μπούτι που μασουλούσε,
σκούπισε την βιβλική γενειάδα του,
ετίναξε τα ψίχουλα υπό του ράσου του,
και βάνοντας το καλυμμαύκι του, συνεχάρη τον Ξιν
λέγοντας: «Προχώρα! Ημείς και ο Κύριος τασσόμεθα
αναφανδόν μαζί σου».
Όλοι τότε οι παριστάμενοι, (παρακοιμώμενοι, γιουσουφάκια,
δόκιμοι, Γραμματείς, και πρωτοσύγγελοι) εθαύμασαν
την πίστην του ανδρός Δεσπότου.
Την επομένη κιόλας, τα σεπτά «κανάλια»,
προς τέρψιν των πιστών τηλεοπτών,
εσυνωστίσθεισαν επί του ζωολογικού κήπου,
και ειδικώς έμπροσθεν του κλουβίου ότε εφιλοξένη τους δύο
άρτι αφιχθέντες αφρικανικούς λέοντες.
Ο Ξιν Γιαν αφού έλαβε την θεία μετάληψη και επροσευχήθη,
εισήλθε εις τον κλωβόν ίνα προσηλυτίσει, ως είχε προσχεδιάσει,
το ζεύγος των αιλουροειδών θηρίων.
Προτάσσοντας δε, τον εσταυρωμένο έναντι των λεόντων,
έκραξε: «Προσκυνήστε τον Κύριο και Θεό σας.»
Πλην όμως, αυτά δεν έδειξαν την αναμενόμενη συγκίνηση,
ούτε βέβαια την προσδοκόμενη ευπείθεια και ευλάβεια,
πόσο μάλλον την αρμόζουσα ευγένεια.
Η συνέχεια και το τέλος της ενδόξου, αλλά και τραγικής
ιστορίας του Ξιν Γιαν, όπως πιθανότατα μαντεύετε,
πλέχθηκε στο Νομαρχιακό Νοσοκομείο της Τάι Πέι.
Εκεί χαροπάλεψε επί τριημέρου, πριν αποχωρήσει δια παντός,
αντάμα με το απαιτητικό σώμα του,
δια την άβυσσο της ανυπαρξίας.

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2007

Διάπυρος (λυρική ποίηση)

Διάπυρος
-------------------------

Διάπυρος διατελώ
εν μέσω θέρους.
Εντός της γλάστρας μου, ευχέτης, διατελώ.
Νερό, ικετεύω, να μου ρίξουν επιτέλους.
Είμαι ένα άμοιρο εργαζόμενο φυτό.


Μια όμορφη ηλιακή κηλίδα
μου κλείνει το ματάκι πονηρά.
Κι ο ομφαλός μιας κορασίδος επιμένει,
να μου θυμίζει μια χαμένη ελευθεριά.


Δεν είμαι γω που ιδρώνω στην καρέκλα
Το πνεύμα μου έχει αποχωρήσει από καιρό.
Η τεχνητή, του κλιματιστικού δροσιά,
τα λοίσθια πνέει.
Το σφρίγος του ομφαλού με σιγοκαίει.

Τρίτη 19 Ιουνίου 2007

Ξαναζεσταμένα κεφτεδάκια στο ταπεράκι. Για μια αέναη ημερήσια εκδρομή.

Κεφτεδάκια-κουρκούτι

Παρ΄ότι η μαγειρική για μένα είναι ένα ανεξερεύνητο δάσος,
γεμάτο ατέρμονες διαδρομές, κυκλικά μονοπάτια
που σε ξαναφέρνουν πάλι και πάλι στο ίδιο σημείο.
Θα ήθελα να επιχειρήσω την κατάθεση μιας συνταγής,
(ως ένας μαθητευόμενος κυβερνομάγειρας).
μιας συνταγής τόσο "δικιά μας", όσο και παγκόσμιας
και διαπολιτιστικής.
Τόσο αρχέγονης, όσο και φρέσκιας και σύγχρονης.
Τόσο διακριτικής, όσο και χορταστικής.

Τα σκεύη που θα χρησιμοποιήσουμε:
Μια κατσαρόλα μεγάλων διαστάσεων, αρκετά μεγάλων θα έλεγα.
Καταλληλότερη θα ήταν μια στις διαστάσεις του σύμπαντος περίπου.
Μια κουτάλα ή καλύτερα μια βαρυτική κουτάλα
για συνεχές και αέναο ανακάτεμα.

Τα υλικά:
Μια αρκετά μεγάλη ποσότητα κοσμικής σκόνης.
Αρκετή αστρόσκονη (για μια τόσο μεγάλη κατσαρόλα).
Και πολλά συμπυκνώματα ενέργειας.

Χρόνος που θα χρειαστούμε για το μαγείρεμα:
Η ταχύτητα με την οποία μπορούμε να παρασκευάσουμε
τα κεφτεδάκια- κουρκούτι είναι απίστευτα μεγάλη.
Ο χρόνος που θα χρειαστούμε απίστευτα μικρός.
Μπορούμε να τον προσδιορίσουμε εμείς, σε αρκετά
έως πάρα πολλά δισεκατομμύρια γήινα χρόνια.

Παρασκευή:
Αφού γεμίσουμε με κοσμική σκόνη την κατσαρόλα μας,
αδράχτουμε την βαρυτική κουτάλα μας και αναδεύουμε
τον χυλό για λίγο, σχεδόν για πάντα...
Προσθέτουμε τα συμπυκνώματα ενέργειας (τα κεφτεδάκια μας)
που τα έχουμε από βραδύς μαρινάρει, όλα μαζί
(γαλαξίες,πλανητικά συστήματα, άστρα, πλανήτες,
ανθρώπους, δέντρα κτλ.) με αστρική σκόνη.

Συνεχίζουμε το ανακάτεμα του κοσμικού χυλού μας,
με τα κεφτεδάκια μας να κολυμπούν μέσα σ΄αυτόν.
Περνάμε από τις φάσεις του "κοσμικού μεσαίωνα",
της "κοσμικής αναγέννησης"και προχωράμε
προς μια "κοσμική ωριμότητα".
Προχωράμε, με το συμπαντικό λαχάνιασμα του ανακατέματος
να μας δίνει το ρυθμό.
Το κουρκούτι μας θα δέσει, θα γίνει ένας ενιαίος
και αδιαίρετος χυλός, μια οντότητα,
μέσα στην οποία τα κεφτεδάκια μας (τα συμπυκνώματα φωτός)
θα διαλύονται και θα επανασυντίθενται αενάως,
σχηματίζοντας νέους γαλαξίες, πλανήτες, ζωές,
και φτου κι απ΄την αρχή.
Υπομονή...αυτό το λαχάνιασμα θα κρατήσει σχεδόν για πάντα.
Μικρά κεφτεδάκια και εμείς, συμπυκνώματα φωτός,
θα υπάρχουμε, θα αναδευόμαστε και θα ταξιδεύουμε για πάντα
μέσα στην κατσαρόλα μας. Η φύση μας θυσιάζει όλους
(άστρα,πλανήτες, όντα)για να υπάρχει για πάντα
αυτό από το οποίο αποτελούμαστε,
για να πετύχουν δηλαδή, τα κεφτεδάκια-κουρκούτι.
Το πόσο ανακατέψαμε το κουρκούτι μας μέχρι τώρα,
δεν είναι τίποτα μπρος στο πόσο έχουμε ακόμα
να ανακατέψουμε.
Έτσι, όταν τα γλυκά καλοκαιρινά βραδάκια, κοιτάζουμε
προς την γαλακτερή ζώνη του γαλαξία μας στον ουρανό
(την "γέφυρα του χρόνου", όπως την λέγαν οι αρχαίοι Έλληνες)
θα ξέρουμε ότι είναι το ίχνος που αφήνει η κουτάλα μας
πάνω στο λαχταριστό κουρκούτι μας.

Καλή μας όρεξη.

Υ.Γ. για περισσότερες λεπτομέρειες βλέπε:
α)Βέφα Αλεξιαδου, παραδοσιακή κουζίνα
β) ενοποίηση της Γενικής θεωρίας της σχετικότητας με την θεωρία των κβάντα.
γ) Β΄νόμος της Θερμοδυναμικής.

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2007

Πρώιμες θερινές εκπτώσεις (ή τρελάθηκε ο μάστορης και τις πουλάει τζάμπα)



Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος καταναλωτής...

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2007

Πολιτιστικό καλοκαίρι 2007. Παρουσίαση του Μουσικού παραμυθιού "ο Γαργαληστής". Διανθισμένο με Αντάρτικα τραγούδια του Αγώνα. (φωτορεπορτάζ)

Κοινό και καλλιτέχνες βρέθηκαν από νωρίς στο χώρο της συναυλίας, σεβόμενοι τον προγραμματισμό των οργανωτών.


Οι τελευταίες τεχνικές λεπτομέρειες και ο χορδισμός των οργάνων...



Το κοινό στο θεωρείο των επισήμων αδημονεί για την έναρξη της παράστασης...


...απολαμβάνοντας ένα δροσερό soft drink.



Και... η έναρξη, με το πρώτο Allegro vivace μέρος, το οποίο δίνει μια ξεκάθαρη και δροσερή
εικόνα, για το τί πρόκειται να επακολουθήσει.



Το στοχαστικό Andante cantabile του δευτέρου μέρους καθήλωσε το κοινό με την ήπια εκφραστική δυναμική του.




Στο Mennuetto η ορχήστρα στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων υπηρετώντας άξια την ,απαράμιλλης ομορφιάς, μελωδική γραμμή που οδηγούσε βήμα-βήμα τον μύθο προς την ολοκλήρωση του. Πάντα μέσω ενός καλοδουλεμένου τεχνικά, και ευφάντασου λιμπρέτου.



Η μεγαλειώδης κορύφωση και το δυνατό Finale ξεσήκωσε τους θεατές.


Στο θριαμβευτικό "ανκόρ" οι καλλιτέχνες ερμήνευσαν το θρυλικό "Βροντάει ο Όλυμπος..."

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2007

Leasing ευτυχίας, μέρος 2ον. (ζιιιιιιιιιινγκ-μπαααμ)

(λίγο μετά το τελευταίο ζιιιιιιιινγκ, το ματάκι της κάμερας

κάνει zoom in x 300 στο βάθος του τοπίου)

Εκεί, στο βάθος του τοπίου, μια κομμένη κολώνα υπερυψηλής
τάσης της ΔΕΗ, στέκει βαριά λαβωμένη στα δεξιά του δρόμου.
Ακριβώς μετά την έξοδο μιας αριστερής στροφής «φουρκέτα».

Ο Ιούνιος οργιαστικός, μέσα στο καταπράσινο παρακείμενο
χωράφι. Μαργαρίτες, παπαρούνες, αγριοκρέμμυδα,
τριφύλλια, ζουζούνια κάθε είδους, γαλβανισμένες λαμαρίνες,
κομμάτια αλουμινίου, σκώτια, έντερα, εμβολοχιτώνια,
ακρόμπαρα, τροχοί, τρωκτικά των αγρών,
κομμάτια από θρυμματισμένα θερμοαπορροφητικά κρύσταλλα,
και "αμόλυβδη" αναμεμιγμένη με το νιόβγαλτο θυμάρι.

Το Harman/Kardon ηχοσύστημα παίζει ακόμα, όπως και πριν,
κείνον τον ράθυμο αργό νεολαΐκό καρσιλαμά
με τον Πασχάλη Τερζή, ενώ ένας αμυδρός και ήσυχος Λεβάντες
κυματίζει ένα ολομέταξο λευκό ξεσκίδι ύφασμα,
απομεινάρι ενός πλευρικού αερόσακου, από αυτούς
τους καινούριους, τύπου head/thorax.
Ένα χρυσοσκάθαρο αραχτό μέσα στα αγριόχορτα,
περίπου 50 μέτρα πιο κει, χαζεύει με απορία έναν «παράμεσο»
και έναν «μικρό», (που ακόμα τρεμοπαίζουν),
μιας παλάμης ενός δεξιού χεριού, που ίσα-ίσα συνδέεται
με μια ωμοπλάτη ενός κορμού, ορφανού από πόδια.
Ο οποίος κορμός φέρει στην κορυφή του ένα όμορφο
καστανόξανθο κεφάλι, με ένα καταπράσινο απλανές μάτι,
που μέσα του καθρεφτίζεται όλος ο καλοκαιρινός ουρανός.

«Oh Lord, δεν γνώριζα ως πού μπορούσαν
να με πάνε οι λέξεις/
όταν σου τη ζητούσα.../
Υπέθετα μακριά… Αλλά τόσο πιά..;/

Oh Lord, δεν ήξερα πόσο μακριά μπορεί
να με ταξιδέψει μια
mercedes-benz/
Υπέθετα μέχρι Γλυφάδα...άντε Μύκονο/.
Αλλά ως εδώ πιά..;

Oh Lord, δεν ξέρω πια αν έκανα καλά,
όταν σου ζητούσα να μου πάρεις
ένα τόσο καυτό και γρήγορο μωρό./
Mια mercedes-benz/

So Lord...., να περάσω..;»


Κατόπιν, ο «παράμεσος» και ο «μικρός» της δεξιάς παλάμης,
έπαψαν να τρεμοπαίζουν .

Ο Κύριος τελικώς… δεν απεκρίθη.
Μάλλον αγνόησε το δεύτερο μέρος του τραγουδιού.


Δευτέρα 4 Ιουνίου 2007

Leasing ευτυχίας*


"...στη φέτα τραπεζίτη
βούτυρο και λιώνεις
Μεγαλεία ω κρετίνε ονειρώνεις
Μεγαλεία ω κρετίνε ονειρώνεις

Κάρο καλύβα λήζινγκ
Μαγαζάκι λήζινγκ
Βρακιά σκουτιά
Ταξίδια λήζινγκ

Λιγούρης φαύλος άμυαλος
Νυχθημερόν μυρμήγκι
Εκεί εσύ λήζινγκ

Ουίσκι ντρίνκινγκ, συμβία φάκινγκ
Κανακάρης κύπτειν,κόρη τρύπινγκ
Θρέμα του λήζινγκ
Τρίβων ο τραπεζίτης
Τας χείρας τρίβειν"

*στίχοι: Άρης Γαρδένιας
μουσική: Δημ. Ζερβουδάκης

Σάββατο 2 Ιουνίου 2007

Εξηνταοχτώ έτη δίψας, μακριά.

Ξεκινάει λοιπόν και μπαίνει στο πυκνό δάσος με τις οξιές και
τις σκόρπιες συστάδες μαύρης πεύκης. Προχωρεί με ζωηρό
βηματισμό πάνω σ΄ ένα μονοπάτι συνειρμικής αλληλουχίας
φιλοπερίεργων βημάτων.
Και κατευθύνεται προς το ξέφωτο όπου ενδέχεται να βρίσκεται το πρώτο αίτιο μιας γάργαρης και δροσερής αιτιακής σχέσης που, όντας διψασμένος, θέλει διακαώς να φωτίσει.
Ανθίσταται σιωπηρά και γενναία στην κούραση της πορείας.
Ακόμα όμως και όταν νοιώθει τις δυνάμεις του να λιγοστεύουν…
Ακόμα κι όταν αντιλαμβάνεται την «λογική του επάρκεια»
να εξασθενεί… Αράζει στη ρίζα ενός ψηλού ρόμπολου
(προσεχτικά διαλεγμένου έτσι ώστε να έχει αγνάντι)
και φτιάνει ιστορίες δίχως τελείες, παύλες και κόμματα,
γεμάτες με ήρωες που δεν αναπαύονται ποτέ.
Άμα αποσώσει με τις ιστορίες και «αναλάβει», ξαναξεκινά
το βάδην της παρατήρησης και το κρυφτούλι της αναζήτησης.
Κάθε απόγεμα, πριν η νύχτα πάρει να χωνεύει τη βλάστηση,
και πριν αρχινίσει επικίνδυνα να παραφουσκώνει το στήθος του
με παγερούς θεούς και ανώφελα ξόρκια, και να παραγεμίζει
την κοιλιά του με απονευρωμένες νεράιδες και ανύπαρκτα ξωτικά,
στήνει μια πρόχειρη καλύβα δίχως ταβάνι.
Και ανάσκελα χαζεύει τα άστρα και την γαλακτώδη γέφυρα
του χρόνου ανάμεσα από τα πλεχτά κλωνάρια.
Έως ότου αποκοιμηθεί.

Απόψε κοιτάει νοτιοδυτικά. Προς τον Ωρίωνα.
Εντοπίζει τον Μπεντελγκέζ. Έναν τεράστιο κόκκινο γίγαντα
που απέχει από την αυτοσχέδια καλύβα του 510 έτη φωτός.
Τον βλέπει τώρα όπως ακριβώς ήταν, όταν ο Βάσκο ντε Γκάμα
έφτανε για πρώτη φορά στην Ινδία. Και υπομειδιά.
Παραδίπλα, πάλι στον Ωρίωνα, εντοπίζει το άστρο Ρίγκελ.
Λίγο πιο μακρινό αυτό.
900 χρόνια ταξίδεψε το φως του, για να το θαυμάζει τούτη
τη νύχτα. Το βλέπει όπως ήταν το 11ο αιώνα,
τότε όταν οι σταυροφόροι έσφαζαν απίστους,
για του Χριστού την πίστη την αγία.
Κοντά, λίγο πιο κει, στον αστερισμό του Ταύρου, αναζητά
τον «κοντινό» και όμορφο Αλντεμπαράν. Μόλις 68 έτη φωτός.
Απόψε τον αντικρίζει όπως ήταν όταν ο Χίτλερ εισέβαλε
στην Πολωνία. Σκέφτεται πως αν συνεχίσει την περιήγηση
σε τούτο το δάσος, το βράδυ των 68ων γενεθλίων του,
θα μπορέσει να δει τον Αλντεμπαράν όπως ήταν
τη μέρα που γεννήθηκε…
Όπως φώτιζε, όταν η μάνα του τον πρωτακούμπησε στο στήθος της.
Όλοι στα 68α γενέθλια τους, πάντα, θα βλέπουν
τον Αλντεμπαράν όπως ήταν την ώρα που γεννήθηκαν.
«Να ένας καλός λόγος» σκέφτηκε «Για να συνεχίσω ως
τα εξήντα οχτώ…»

Με αυτή τη σκέψη κοιμήθηκε γλυκά, μ΄ ένα χαμόγελο.
Το πρωί ξύπνησε με έναν νέο σπινθήρα στα μάτια.
Με ένα νέο πολύτιμο εύρημα.
Η λογική του «διψασμένου» κάνει γκελ,
μα δεν σκαλώνει στα πουρνάρια.
Ο ορίζοντάς του, μετακινείται συνεχώς μαζί του,
και δεν παγιδεύεται.
Οι μετακινούμενοι, εν γένει, το χουν αυτό,
δεν σκαλώνουν.