Τρίτη 29 Μαΐου 2007

Έχει κι άλλο...

Είναι φορές που λες πως η περιδίνηση στην σαχλαμάρα
έχει και όρια.
Λες, «μπα δεν έχει άλλο!» «Δεν μπορεί να έχει κι άλλο!»
Κι όμως έχει.

Είναι φορές που νοιώθεις την περιρρέουσα ανοησία
τόσο παχύρρευστη που είσαι σίγουρος πως «έπιασε»
τις ανώτερες δυνατές τιμές που η φύση
συγχωρεί, και η ανθρώπινη διάνοια αντέχει.
Αλλά μπα. Μετά από λίγο διαπιστώνεις
πως «έχει κι άλλο».

Είναι φορές που το βάρος της σωρευμένης βλακείας,
και το όνειδος της χωρίς όρια εκμετάλλευσης,
θαρρείς πως έφτασε στο μη παρέκει. Αλλά πάλι γελάστηκες.
Είχε κι άλλο…

Όταν λοιπόν ακούς και διαβάζεις πως το νέο φρεσκότατο
τηλεοπτικό ριάλιτι που ετοιμάζεται να «τινάξει»
τα μηχανάκια στον αέρα, στις χώρες -σύμβολα του
πολιτισμού και της δημοκρατίας, έχει ως έπαθλο ένα
«ανθρώπινο σπλάχνο»…
Ε, τότε πια είσαι τελεσίδικα σίγουρος: «Έχει κι άλλο».

Στο λίκνο της δημοκρατίας, στη γενέτειρα
του Διαφωτισμού, στο αγλάισμα του ανθρωπισμού,
στην Δυτική Ευρώπη, οι συμμετέχοντες-παίκτες του νέου
ιδιοφυούς τηλεοπτικού concept είναι... νεφροπαθείς.
Ναι! Αυτοί που τρέχουν τρεις την εβδομάδα στα μηχανάκια
αιμοκάθαρσης για να παρατείνουν για ακόμα λίγες μέρες
την ζωή τους, με την ελπίδα πως κάποια στιγμή
θα βρούν το μόσχευμα που θα τους λυτρώσει.

Οι νεφροπαθείς λοιπόν θα διαγκωνίζονται,
θα ρουφιανεύουν, θα βγαίνουν προτεινόμενοι,
θα μαλλιοτραβιούνται, ως ιδανικά σαχλοκούδουνα, κουτσομπολίστικων και δήθεν λαιφ σταιλ
ανεκδιήγητων εκπομπών, θα υποσκάπτουν τη μοίρα των «συναδέλφων τους»,
έως ότου ο εναπομείνων θριαμβευτής κερδίσει
(ναι, δεν κάνω πλάκα) ένα νεφρό.
Ένα γαμημένο νεφρό για να ζήσουν! το κέρατο μου μέσα.
Αναρωτιέμαι, τα MEGAANTENNASTARκτλ την ανθίστηκαν
τη νέα ευκαιρία;

Σάββατο 26 Μαΐου 2007

Α.Κ.


Aυτότροφος θάνατος.

...Διεκδικώ το είναι μου στο παρηλλαγμένο παρόν.
Ακμάζει η απόστροφος στις λέξεις κι η αποστροφή γι αυτό.
Σκοπός άνευ διόλου σκοπού άκοπα θαρρώ.
Ράβε εμπειρίες ξήλωνε όνειρα...

...Της μνήμης μου Μήδεια
πληρώνω με κύτταρα
και μειδιώ
Θα ξημερώσω τον αυτότροφο θάνατο
εξημερώνοντας το τρυφερό πένθος.
Απέναντι, ένα μέλλον ύαινα και δίπλα, διαρκής ενεστώς ο Νέστος.
Βορά βορρά.
φυτεύω το νεκρό μου μέλος
θητεύω στο ζωντανό μου τέλος
απογεμίζω το αίμα μου
γιατί σκάνδαλο η σκανδάλη
η σκουριά φλέβα αγκαλιάζει
το εγώ σε νήφοντες λοφίσκους
παρακμάζει...

(ποίηση, Γιώργος Τσίρης)
(απόσπασμα από το ποίημα Αυτότροφος θάνατος)

Παρασκευή 18 Μαΐου 2007

"Οι δυό μπύρες δεν μου κάνουν, καταλαβαίνω πως η ψυχή σου δεν χρειάζεται ένα οποιοδήποτε αλκοόλ" (desolation angels)



Οι νεαροί άφηναν στον τάφο του σημειώματα, ποιήματα,
προσευχές, τσιγάρα, ψιλά, κουτιά μπύρας, και μπουκάλια κρασί.
Η περίπτωση του παραπέμπει αναπόφευκτα στον τύπο του «νέου-όμορφου-ανένταχτου-απροσκύνητου-ιδανικού, νεκρού».
Του οποίου η μορφή γίνεται αφίσα σε νεανικό δωμάτιο.
Αναμφίβολα κρατάει κοντινές ή λιγότερο κοντινές εκλεκτικές
συγγένειες με εμβληματικές οικουμενικές φιγούρες όπως,
ο Morrison ή ο Hendrix, ή ακόμα όπως ο Τσε ή ο Ιησούς.
Άλλωστε και ο ίδιος ο συγγραφέας αρεσκόταν στον όρο
«οικουμενικό πνεύμα», και μάλλον μέσα σ΄ αυτόν τον όρο
τοποθετούσε και τον εαυτό του και τον θεό του.
Η περίπτωση του είναι η χαρακτηριστική του υπαρξιστή συγγραφέα ,
του οποίου κι αν για πολλούς η γραφή του «πάλιωσε» πρόωρα ,
ο μύθος του ζει και βασιλεύει.. Και δύο τρία από τα μυθιστορήματά
του αντιμετωπίζονται μέχρι σήμερα ως ευαγγέλια του
«δρόμου της μοναχικής ελευθερίας.»


«…Η μουσική ζωήρεψε. Ο κοντραμπασίστας καμπούριαζε
και γρατζούναγε το όργανο του ολοένα και πιο γρήγορα…

Ο Σήρινγκ άρχισε να παίζει, τα ακόρντα του ξεπηδούσαν

από το πιάνο σε πλούσια και ραγδαία συχνότητα,
θα λεγε κανείς πως ο άνθρωπος δεν είχε καιρό να τα
βάλει σε τάξη.
Κυλούσαν αδιάκοπα σαν θάλασσα.
Ο κόσμος του φώναζε: ΄΄Δώστου!΄΄…΄΄Να΄τον!
Αυτός είναι!
Ένας γερο-θεός!΄΄…΄΄ο γερο θεός Σήρινγκ!...
Ναι! Ναι! Ναι!...΄΄

Ο Σήρινγκ σηκώθηκε από το πιάνο, στάζοντας ιδρώτα…
Όταν έφυγε, ο Ντην έδειξε με το δάχτυλο το άδειο κάθισμα.
΄΄Ο άδειος θρόνος του θεού΄΄ είπε .

Πάνω στο πιάνο ήταν βαλμένο ένα πνευστό.
Η χρυσή του
ανταύγεια έπαιζε περίεργα πάνω
στην τοιχογραφία ενός
καραβανιού μέσα στην έρημο,
που κάλυπτε τον τοίχο
πίσω από τα ντράμς.
Ο θεός είχε φύγει, έμενε μονάχα η σιωπή
της φυγής του.
Ήταν μια βροχερή νύχτα, Ήταν ο μύθος της βροχερής
νύχτας…
ξαφνικά συνειδητοποίησα πως ήταν
απλώς από το ΄΄τσάι΄΄
που καπνίζαμε.
Ο Ντην είχε φέρει κάμποσο στη Νέα Υόρκη.
Αυτό μ΄ έκανε να σκέφτομαι πως τα πάντα
μπορούσαν να συμβούν
- η στιγμή όπου ξέρεις τα πάντα
και που κάθε τι ορίζεται για πάντα…»

Πρόκειται φυσικά για το μοναδικό και ανεπανάληπτο “On the road”.
Το κοράνι της “beat generation”. Στο οποίο αποτυπώνεται
(χωρίς νάναι αυτοβιογραφία) η ουσία της πορείας του συγγραφέα,
που ήταν μια συνεχής αναζήτηση μιας αυθεντικής πνευματικής
εμπειρίας. Η ανίχνευση δηλ. του θερμού αισθήματος της
ικανοποίησης που ο καθένας ζητάει.
Είτε στο ποτό, είτε στην ποίηση, είτε στον στοχασμό
αυτό που αναζητούν οι άνθρωποι, είναι η θέρμη του πνεύματος.
Θα μου πείτε τώρα, «καθόλου πρωτότυπο».
Σε μια εποχή που σχεδόν όλοι και όλα ομονοούν στην
μεταμοντέρνα αποτελεσματικότητα, τί μπορεί να προσφέρουν
οι περιπλανήσεις ενός αλανιάρη ανθυποδιανοούμενου,
ιστορημένες από έναν επίσης αλανιάρη συγγραφέα που πέθανε
στα 47 του από κίρρωση του ήπατος.
Δεν έχω τίποτα να απαντήσω, παρά μόνο να πω πως η λατινική
λέξη για το αλκοόλ είναι spiritus. (πνεύμα).


«…άρχισα να απελπίζομαι. Αυτό που μου χρειαζόταν,
αυτό που χρειαζόταν και στην Τέρη εξάλλου,
ήταν ένα ποτηράκι.
Αγοράσαμε λοιπόν ένα λίτρο πορτό
της Καλιφόρνιας
για τριανταπέντε σεντς και πήγαμε
να το πιούμε κοντά
στο αμαξοστάσιο του σιδηροδρομικού
σταθμού. Βρήκαμε ένα μέρος
όπου αλήτες του δρόμου
είχαν κουβαλήσει καφάσια
για να καθίσουν γύρω από
τη φωτιά. Κάτσαμε εκεί και ήπιαμε
το κρασί …
Ά, ήταν όμορφη νύχτα, νύχτα ζεστή, νύχτα να πίνεις κρασί,
μια φεγγαρόλουστη νύχτα , να σφίγγεις κοντά σου
το κορίτσι σου,
να της κουβεντιάζεις, να κάνεις έρωτα
και να πετάς στον
έβδομο ουρανό. Αυτό κάναμε.
Ήπιε σαν τρελή, στην αρχή
το ίδιο με εμένα,
ύστερα με ξεπέρασε και συνέχισε να μιλάει
μέχρι τα μεσάνυχτα … Δεν το κουνήσαμε στιγμή από
κείνα
τα καφάσια. Κάπου κάπου περνούσαν αλήτες,
μεξικάνες μανάδες
με τα παιδιά τους…
και η ΄΄ασπρούλα΄΄ ήρθε να κοιτάξει εκεί γύρω,

κι ο μπάτσος βγήκε να κατουρήσει, αλλά τις περισσότερες
ώρες
ήμασταν μόνοι και έλιωναν μαζί οι ψυχές μας
κι άλλο κι άλλο ,
σε σημείο που θάταν φοβερά σκληρό
να πούμε αντίο .
Τα μεσάνυχτα σηκωθήκαμε και
περπατώντας βγήκαμε
στο δημόσιο δρόμο…».


Στο αλκοόλ, στα ναρκωτικά, στην αμφιφυλλία (ένας μάλλον
ανυπόστατος θρύλος θέλει τον Κέρουακ να έχει κάνει σεξ
σε ένα βράδυ με περισσότερα από 200 άτομα και των δύο φύλλων),
στον πρόωρο θάνατο του αδερφού του, εικάζουν κάποιοι πως
οφείλεται το χτίσιμο του μύθου και της προσωπικότητας
ενός ιδιόρρυθμου μεγάλου συγγραφέα, ο οποίος χωρίς αυτά
θα ΄ταν ένας ακόμα της σειράς. Αλλά θεωρώ ότι τέτοιου είδους
εικασίες και προσεγγίσεις υπόκεινται στο ρητό:
Αν η γιαγιά μου είχε καρούλια θα ήταν πατίνι. Κοντολογίς πιστεύω
πως δεν προσφέρουν τίποτα ουσιαστικό και ενίοτε είναι
χωρίς νόημα. Αυτό που με ενθουσίασε ξαναδιαβάζοντας
το «στο δρόμο» είναι ο υπέροχος τρόπος με τον οποίο σε κάποιο
κεφάλαιο, εντός του, ζωντανεύουν Άγιοι όπως, ο Τελόνιους Μονγκ,
ο Τσάρλι Πάρκερ, ο Μάιλς Ντέηβις, ο Γκιλέσπι, ο Λουίς Άμστρονγκ …
Ο μοναδικός David Bowie είχε πει πως σ΄ αυτό το μυθιστόρημα
χρωστάει τα πάντα. Ότι είναι και ότι έκανε το οφείλει σ΄ αυτό
το βιβλίο. Χιλιάδες αράδες έχουν γραφτεί, και άλλα τόσα
πιθανότατα θα λεχθούν στο μέλλον για αυτό το βιβλίο.
Ένα είναι όμως σίγουρο. Πάντα στο οπισθόφυλλο των
εκατοντάδων επανεκδόσεων θα παρατίθεται το απόσπασμα
από τα λόγια του αφηγητή Σαλ Παραντάιζ:


«…οι μόνοι που αξίζουν για μένα είναι οι τρελοί,
αυτοί που
τρελαίνονται να ζήσουν, να μιλήσουν,
να σωθούν
που ποθούν τα πάντα την ίδια στιγμή,
αυτοί που ποτέ δεν
χασμουριώνται ή δεν λένε
κοινότοπα πράγματα,
αλλά που καίγονται,
καίγονται, καίγονται σαν τα μυθικά
κίτρινα
ρωμαικά κεριά…»


Τούτο το πόστ τίποτα δεν φιλοδοξεί να προσθέσει στην
ατέλειωτη φιλολογία γύρω από τον Κέρουακ.
Το on the road το είχα πρωτοδιαβάσει ως γυμνασιόπαις.
Το χα δανειστεί από την δημοτική βιβλιοθήκη.
Αλλά τότε ήμουνα θαρρώ πολύ απασχολημένος με το να
εκτρέφω τον δικό μου εφηβικό αντικομφορμισμό του ΄80,
έτσι ώστε να μην μπορώ να βυθιστώ ικανοποιητικά στον
αμερικανικό αντικομφορμισμό του ΄50.
Αφορμή για να αναρτηθεί τούτο δω ήταν η εκ νέου
πρόσφατη ανάγνωση μιας νέας έκδοσης του βιβλίου.
Που βρέθηκε στα χέρια μου εδώ και μερικούς μήνες,
δώρο δύο καλών* φίλων**.

Για το τέλος, αυθορμήτως, πλην όμως ειλικρινώς,
μου ΄ρχονται οι στίχοι του Αγγελάκα. Εν είδει αφιερώσεως.

« Πέρα απ΄ τα άστρα είναι η δικιά μας γειτονιά
κατεβήκαμε με γέλια και με όργανα στον ώμο
έλα κάντε μας λιγάκι συντροφιά,
κουραστήκαμε απ΄το δρόμο.

Είχε κρύο από του Δία τη μεριά
κι η Σελήνη ερημιά καθόλου κόσμο
άντε ανάψτε μας μια όμορφη φωτιά
κουραστήκαμε απ΄το δρόμο.

Τέτοια νύχτα μαγεμένη και γλυκιά
μας θυμίζει ένα φθινόπωρο στον Κρόνο
άντε ας παίξουμε μια τελευταία πενιά
όπου νάναι ξανάβγαίνουμε Στο Δρόμο.»


Τετάρτη 16 Μαΐου 2007

Πέστε μου.


-Πέστε μου παρακαλώ... εξηγήστε μου το μυστήριο...Πώς έγινε;

-Ευχαρίστως να σας κατατοπίσω... Να! Έτσι.

Σάββατο 5 Μαΐου 2007

Επεισόδιο 2ο, η συνέχεια και το τέλος.

Και ενώ όλοι θα περιμέναμε να ακούσουμε το αυτονόητο:
«και γω σ΄ αγαπώ»,
ούτος ο ουτιδανός της είπε τα εξής:

-« Η δήλωση σου, (σ΄αγαπώ) παρουσιάζει μια διπλή
απόκλιση από τον κεντρικό γλωσσικό άξονα
που την κουβαλάει.
Και εγγράφεται στον αέρα γύρω μας, και σ΄αυτούς
τους τέσσερις ξεφτισμένους τοίχους, με δύο τρόπους.»

-«Μήπως θα μπορούσες σε παρακαλώ να γίνεις
σαφέστερος; Είχα βγεί κιόλας χτες...δεν κοιμήθηκα και
καλά... θα σου ήμουν ευγνώνων αν με βοηθούσες»,
του είπε τότε αυτή.

-«Ο έρωτας μπορεί να ναι δύο πράγματα,
(κι αυτό ισχύει για όλους μας).
Μπορεί να ναι μια «δυνατότητα» , ή μια «ανάγκη».

-«Αχά!... για συνέχισε».

-«Στην πρώτη περίπτωση τον φαντάζεσαι, τον σκέφτεσαι,
τον ονειροπολείς, ως μια ακόμη δυνατότητα βίωσης.
Περιστρέφεσαι γύρω του χαριτωμένα και φιλήδονα
ως μια πολύχρωμη ,ευαίσθητη και ευτυχής πεταλούδα
του δάσους. Η οποία ζητάει για μια στιγμή,
στη ζωή του άλλου, το νόημα της δικής της μοίρας.
Και τούτο δεν είναι καθόλου κακό.
Διότι ουδείς μπορεί να υπάρχει ως «άτομο» έτσι γενικά…
Παρά μόνο στη σχέση του με τον άλλο.
Το δυσχερές όμως σε τούτη την περίπτωση είναι ότι,
χάνεσαι μέσα στην αφηρημένη χώρα των δυνατοτήτων.»

-«Ο.κ. το ΄πιασα. Η δεύτερη περίπτωση όμως ποια είναι;
Εις τί ακριβώς συνίσταται;»

-«Α..! η δεύτερη περίπτωση… η περίπτωση της «ανάγκης»…
Τότε ο έρωτας γίνεται βίαιος και επιτακτικός…
Μας κυριεύει ακόμα και χωρίς να το θέλουμε.
Είναι τότε όταν απευθύνεσαι στον ερώντα
με τα λόγια του Μικελλάντζελο:
"Ποιος είναι αυτός που με σπρώχνει με τη βία προς εσένα;
Αλίμονο μου! Αλίμονο μου… Δεν είμαι ελεύθερος λοιπόν;"
Τότε ξυπνάει ολάκερη η ύπαρξη και κουβεντιάζει
με την ραχοκοκαλιά του άδυτου…
τότε κάθε αντίσταση είναι μάταιη.
Από την ένωση μας με τον άλλο εξαρτάται η ύπαρξη,
ή μη, του παντός. Τότε εύκολα και περήφανα μπορείς
να ομολογήσεις ότι εκμηδενίστηκες ιδανικά.
(αν η σύνδεση δεν επιτευχθεί). Αλλά και να επιτευχθεί,
πάλι εκμηδενίστηκες, υπό μια έννοια.
Τούτη είναι θαρρώ η «γνήσια» αγάπη. Και η επίτευξη της
μοιάζει να είναι η ύψιστη πλήρωση.
Το άσχημο βέβαια σ΄ αυτή την περίπτωση είναι ότι,
έρχεται σε αντίθεση με τις πεπερασμένες βιολογικές
δυνατότητες των ανθρώπων.»

-«Δηλαδή;»

-«Δεν μπορεί να νοηθεί ένας τέτοιος έρωτας,
(από τους ερωτευμένους) παρά μονό ως αιώνιος.
Και τότε προβάλει σκληρή η ανακολουθία.
Οι ερωτευμένοι υπόσχονται ο ένας στον άλλο αιώνια αγάπη,
αλλά οι ίδιοι είναι θνητοί.
Η ορμή των νερών του ποταμού τεράστια.
Η κοίτη του όμως τόσο μικρή.»

-«Και τι κάνουμε τότε; Αντιστεκόμαστε;
Βγαίνουμε ναυαγοί στην όχθη;
Ή χανόμαστε στη άβυσσο;»

-«Δεν μπορεί να υπάρξει αντίσταση .
Ότι έχουμε να κάνουμε το κάνουμε τη στιγμή
της μεγαλύτερης σφοδρότητας και της κορύφωσης.
Ως που να ξαναπέσουμε (αν ξαναπέσουμε)
στους μετρημένους ρυθμούς, και στην προηγούμενη ατονία.
Διαπιστώνοντας με σκληρό τρόπο πως, ευτυχώς ή δυστυχώς,
τίποτα δεν είναι αιώνιο.»

-«Ωραία λοιπόν. Πώς το βλέπεις τώρα;
Εμείς σε ποια κατηγορία μπορούμε να υπαχθούμε;»

-«Θα προτιμούσα, στην πρώτη. Αλλά πολύ φοβάμαι
ότι ανήκουμε στη δεύτερη.»

-«Λοιπόν;»

-«Και γω σ΄ αγαπώ»

(σημ: εδώ κλείνει επιτέλους ο κύκλος των posts του έρωτα)

Πέμπτη 3 Μαΐου 2007

Σ΄αγαπώ.

Κοντοστεκόταν τώρα εκείνη, μπρος στους ξεφτισμένους
εξωτερικούς τοίχους του δωματίου του.
Ο λόγος των αέρηδων και των βροχών ήταν ξεκάθαρα
αποτυπωμένος πάνω στους τοίχους.
Τον δικό της λόγο προσπαθούσε τώρα με σύνεση να ξακαθαρίσει,
και για την ώρα δεν αποφάσιζε να ανοίξει την χαμηλή πόρτα
και να μπει.
Κι αναρωτιόταν... Πώς αυτό το «νόημα –διαμάντι» υπήρξε..;
πώς αυτό το δοξαστικό της γλώσσας ρήμα, επέζησε..;
Πώς σώθηκε το νόημα του..;
Πώς επιλέχθηκε και καθιερώθηκε..;
Πώς μέσα από τις χιλιετίες διατήρησε το φοβερό νόημα του..;
και χρησιμοποιείται με τον ίδιο μοναδικό τρόπο, ως τώρα..;
Αφού τέλειωσε μ΄ αυτούς τους συλλογισμούς, δρασκέλισε
το σκαλοπάτι, έσκυψε και πέρασε την χαμηλή πόρτα.
Στάθηκε μπρος του, όμορφη όσο ποτέ, και έτοιμη σαν από πάντα
του είπε: «Σ΄ αγαπώ».

Ποιά είναι αυτήν η διαδικασία κατά την οποία
ξεκαθαρίζουν οι προθέσεις, και τα νοήματα των
λέξεων δικαιώνονται;
Και πώς τους αποδίδεται το ιδιαίτερο νόημα τους,
το οποίο στο εξής περιέχουν και μεταφέρουν;
Πώς η λαλιά μεταφέρει τα βασικά συστατικά της βούλησης;
Πώς επιτυγχάνεται η συνομιλία του έρωτα..;

Η συνέχεια και οι απαντήσεις στο επόμενο επεισόδιο.